-
1 δρυς
δρῠός, у Hes. тж. δρῡός ἥ (dat. δρυΐ, acc. δρῦν; pl.: nom. δρύες и δρῦς, acc. δρύας и δρῦς)1) дерево(ὅ δρυοκολάπτης κόπτει τὰς δρῦς Arst.)
πίειρα δ. Soph. = πεύκη2) преимущ. дуб Hom., Hes., Trag., Arst., Plut.δ. προσήγορος Aesch. или πολύγλωσσος Soph. — вещий дуб ( по шелесту которого гадали);
в погов.:δ. καὴ πέτρα — дуб (дерево) и камень, т.е. и то и се, всякая всячина;οὐ νῦν ἔστιν ἀπὸ δρυὸς οὐδ΄ ἀπὸ πέτρης ὀαριζέμεναι Hom. — не время разглагольствовать;διὰ πέτρας καὴ διὰ δρυὸς ὁρᾶν Plut. — видеть все насквозь; -
2 Δρυς
Δρυός ἥ Дрий ( город во Фракии) Dem. -
3 δρύς
(-υός) ή, ό дуб -
4 δρῦς
-
5 δρυος
-
6 αζαλεος
-
7 βαθυρριζος
-
8 δρυινος
-
9 εισφερω
ион. и староатт. ἐσφέρω (fut. εἰσοίσω, aor. 2 εἰσήνεγκον)1) вносить, приносить(ἐσθῆτα εἴσω Hom.; δεῖπνον εἰς τέν οἰκίαν Xen.)
μεγάλην εἰσφέρεσθαι σπουδέν εἴς τι Diod. — прилагать много стараний к чему-л.2) med. принимать внутрь, поглощать(πλεῖστον ὕδωρ Arst.) или вдыхать (οἱ μὲν εἰσφερόμενοι, οἱ δὲ μέ ἀναπνέοντες Arst.)
3) заносить, уноситьποταμὸς δρῦς ἀζαλέας ἐσφέρεται Hom. — река уносит с собой высохшие дубы;
ἐς τέν ὕλην ἐσφέρεσθαι Thuc. — забрести в лесную чащу4) грузить(τινὰς εἰς τὰς ναῦς Xen.)
5) ввозить, med. ввозить к себе(σῖτόν τε καὴ χρήσιμα Thuc.)
6) вносить, вводить(νέον τι Plat.; ἕτερα καινὰ δαιμόνια Xen.)
Ἐμπεδοκλῆς πρῶτος ταύτην τέν αἰτίαν διελὼν εἰσήνεγκεν Arst. — Эмпедокл впервые расчленил эту причину7) вносить, добавлять(λόγους καινούς Eur.)
8) вносить, предлагать, представлять на утверждение(τέν ἑαυτοῦ γνώμην εἰς τέν ἐκκλησίαν Xen. или ἐς τὸν δῆμον Thuc. и πρὸς τὸν δῆμον Arst.; νόμους διά τινος Plut.)
9) (тж. εἰ. δίκην Plut.) возбуждать судебное дело Dem.10) вносить, уплачивать(ἔρανον Plat.; ἐσφορὰν διακόσια τάλαντα Thuc.; χρήματα εἰς τὸν πόλεμον Plut.)
τέν οὐσίαν ἅπασαν εἰσενηνοχέναι Arst. — уплатить налоги в размере всего своего имущества;τὰ εἰσενεχθέντα Arst. — внесенные деньги, Xen. вклад11) приносить, доставлять, сообщать(ἀγγελίας Her.)
12) доставлять, причинять, вызыватьπολλὰ κἀγαθὰ ἀλλήλοις εἰσενεγκεῖν Xen. — оказать друг другу много услуг13) издавать, публиковать(ἀπολογισμούς Polyb.)
-
10 εκδεω
[δέω II] (эп. impf. ἔκδεον)1) привязывать(δρῦς ἡμιόνων Hom.; med. πεισμάτων ἀρχὰς ἀκταῖσιν Eur.)
σανίδας ἐκδῆσαι ὄπισθεν Hom. — привязать (дверные) доски, т.е. запереть дверь за собой;ἐκδησάμενος ἀγάλματα Her. — увешав себя (священными) изображениями2) связывать(χέρας βρόχοισιν Eur.)
-
11 εξερειπω
1) валить, срубать(ὄζους δρυὸς πελέκει Pind.)
2) (только aor. 2) валиться, падать(δρῦς ἐξήριπε Hom.; ὑψόθεν Hes.)
κάπροι αὐχένας ἐξεριπόντες Hes. — кабаны с низко опущенными шеями -
12 ερειπω
(aor. 1 ἤρειψα, aor. 2 ἤρῐπον; pass.: aor. ἠρείφθην, pf. ἤρειμμαι и ἐρήριμμαι, ppf. ἠρείμμην и ἐρηρίμμην)1) разрушать(ὄχθας καπέτοιο ποσσίν Hom.; τεῖχος Hom., Xen.; πόλιν Soph.; προμαχεῶνα Her.; τὰς πλείστας τῶν οἰκιῶν Plut.)
2) уничтожать, истреблять(γένος τι Soph.)
3) med.-pass. (с aor. ἤρῐπον - эп. тж. ἔριπον) падать, валиться(ἐξ ὀχέων Hom.; ἤριπε γυιωθείς Hes.)
ἐρείπεσθαι εἴς τινα Plut. — падать на что-л.;ἐρειφθεὴς ἔν τινι Soph. — распростертый на чем-л.;γνὺξ ἔριπε Hom. — он упал на колени;ἤριπε δ΄ ὡς ὅτε τις δρῦς ἤριπεν Hom. — (Асий) рухнул словно некий дуб;μάλα μέγας ἐρείπεται κτύπος Soph. — обрушивается страшный удар4) med. нападать, бросаться(εἴς τινα Plut.)
-
13 ευκτεανος
I2[κτέανον] имущий, богатый Aesch., Anth.II2[κτείς] с прямыми волокнами, т.е. легко раскалывающийся, по друг. высокий, стройный(δρῦς Plut. - v. l. εὐκέανος)
-
14 ευπρεμνος
-
15 ιξοφορος
-
16 κτυπεω
(aor. 1 ἐκτύπησα - Trag. κτύπησα, aor. 2 ἔκτῠπον - эп. κτύπον)1) трещать или грохотать2) греметь(Ζεὺς ἔκτυπε Hom.)
3) шуметь, гудеть(θάλαττα κτυποῦσα Plat.; ἀμφὴ δ΄ ἐκτύπουν πέτραι Soph.)
4) громко стучать(τοῖν ποδοῖν Arph.)
5) заставлять гудеть(χθόνα Her.)
6) шумом нагонять(φόβον Eur.)
7) громко ударять(κρᾶτα πλαγᾷ - v. l. πλαγάν Eur.)
8) pass. раздаваться(κτυπεῖται Κιθαιρώνιος ἠχώ Arph.)
-
17 παλαιφατος
-
18 παρασυρω
-
19 πιειρα
-
20 πιλναω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δρῦς — tree fem nom/voc sg δρῦς tree fem nom/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυς — Βλ. λ. βελανιδιά. * * * ο, η και δρυ, το (AM δρῡς, η) 1. δέντρο τών δασών, τού οποίου υπάρχουν πολλά είδη ο καρπός του περιέχει άφθονο άμυλο, βαλανιδιά 2. παροιμ. «δρυὸς πεσούσης πᾱς ἀνὴρ ξυλεύεται» όταν χάσει κανείς τη δύναμη του όλοι σπεύδουν… … Dictionary of Greek
δρύς — δρύ̱ς , δρῦς tree fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δρυς, Γεώργιος — (Ποταμός Κέρκυρας 1944 –). Πολιτικός. Σπούδασε στη φυσικομαθηματική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στο πανεπιστήμιο Σίτι του Λονδίνου, με ειδίκευση στα συστήματα αυτόματου ελέγχου και στους ηλεκτρονικούς… … Dictionary of Greek
δρυς — η η βελανιδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πολλαῖς πληγαῖς δρῦς στεῤῥὰ δαμάζεται. — См. За один раз дерева не срубишь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Κάτω Δρύς — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 22 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σητείας … Dictionary of Greek
δρυῶν — δρῦς tree fem gen pl δρῦς tree fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυός — δρῦς tree fem gen sg δρῦς tree fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρῦν — δρῦς tree fem acc sg δρῦς tree fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρύας — δρῦς tree fem acc pl δρῦς tree fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)