-
1 δραμειν
-
2 δρομος
ὅ1) тж. pl. бегἵππους δρόμου ἆσαι Hom. — утомить коней скачкой;ἅπαντι χρῆσθαι τῷ δρόμῳ Luc. — бежать изо всех сил2) воен. форсированный марш3) (быстрое) движение, бег(νεφέλης Eur.; δρόμοι ἡλίου τε καὴ σελήνης Plat.)
4) состязание в беге, пробег, бега(ἀπὸ νύσσης τέτατο δ. Hom.; δρόμον προκηρύσσειν Soph.)
5) дорожка или площадь для состязаний в беге, ристалище(ἵπποι πλανόωνται ἀνὰ δοόμον Hom.; ἐμεστώθη δ. κτύπου ἁρμάτων Soph.)
ἔξω или ἐκτὸς δρόμου φέρεσθαι Aesch., Plat. и ἐκ δρόμου πίπτειν Aesch. — отклониться от дороги или от цели;οὐδέν ἐστ΄ ἔξω δρόμου Aesch. — нелишне, вполне уместно6) состязание, борьба(περὴ ψυχῆς Arph., Plat.)
περὴ τοῦ παντὸς δρόμον θεῖν Her. — вступить в решительный бой7) ( при ходьбе) круг, конецδύ΄ ἢ τρεῖς δρόμους περιεληλυθώς Plat. — сделав два или три конца
8) место для прогулок, аллея(δ. κατάστεγος Plat.; ἐν δρόμοισιν Ἀκαδήμου Diog.L.)
9) путь, расстояние -
3 εκδραμειν
-
4 ισαμιλλα
-
5 ουριος
I1) попутный, благоприятный(ἄνεμος Thuc.; πνεῦμα Eur., Plut.; πνοαί Xen.)
2) идущий под попутным ветром(πλάτη Soph.; λαῖφος Eur.)
3) совершаемый с попутным ветром, благополучный(δρόμος Soph.; πλοῦς Eur.)
4) успешный, счастливый(πρᾶξις Aesch.; βίοτος Anth.)
IIὅ (sc. ἄνεμος) попутный ветерἐξ οὐρίων δραμεῖν Soph. и ἐν οὐρίῳ πλεῖν Luc. — идти с попутным ветром
-
6 τρεχω
дор. τράχω (fut. δρᾰμοῦμαι - ион. δραμέομαι, aor. 2 ἔδρᾰμον - Eur., Arph. ἔθρεξα, pf. δεδράμηκα)1) бежать, бегать(βαδίζειν καὴ τ. Plat.)
οὐ τοῦ θέλοντος, οὐδὲ τοῦ τρέχοντος погов. NT. — (это не во власти) ни хотящего, ни бегущего, т.е. ни единого человека2) пробегать(πρανῆ καὴ ὄρθια Xen.)
τ. ῥόθια Eur. — проноситься по волнам3) бегом устремляться, набегать(εἰς τοὺς πολεμίους Xen.)
ἐπὴ καρδίαν ἔδραμε (v. l. δράμε) σταγών Aesch. — кровь хлынула к сердцу4) быстро кружиться(πόδεσσι Hom.)
τὸ τρὺπανον τρέχει Hom. — бурав вращается5) ( о бегунах) состязатьсяτ. στάδιον Plut. — состязаться в беге;
εἰς κενὸν τ. NT. — напрасно суетиться6) быть вовлекаемым, подвергаться:(ἀγῶνα) τ. περί τινος Her. бороться за что-л.; δραμεῖν φόνου πέρι Eur. подвергнуться преследованию за убийство; τ. τέν ἐσχάτην Polyb. подвергаться крайней опасности; παρ΄ ἓν πάλαισμα ἔδραμε νικᾶν Her. за исключением одного состязания, он (во всех прочих) одержал победу
-
7 δρόμος
ὁ δρόμος бег; 2. состязание в беге; скачки; 3. место для бега или скачек (→ ἱππόδρομος конное ристалище; ср. лат. syndromus группа сопутствующих друг другу симптомов болезни) ἔδραμον aor. я бежал (ср.) inf. δραμειν
См. также в других словарях:
δραμεῖν — τρέχω run aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιδρομή — η (AM ἐπιδρομή) 1. αιφνιδιαστική και γρήγορη επίθεση ή εισβολή («οι επιδρομές τών βαρβάρων») 2. αιφνιδιαστική και βίαιη μετακίνηση ή εμφάνιση («επιδρομή ακρίδων», «κυμάτων ἐπιδρομή)» αρχ. 1. κίνηση προς τα εμπρός 2. σύντομη, βιαστική μελέτη ή… … Dictionary of Greek
Dromedary — For the world music group, see Dromedary (band). Life Dromedary camel Conservation status Domesticated … Wikipedia
BOEDROMIA — nomen habent ἀπὸ τȏυ Βοηδρομεῖν, quod, testibus Hesychiô et Suidâ, est μετὰ ςπουδῆς παραγίνεςθαι, aut potius, sublatô clamore, ut in pugna fieri solet, succurrere. Festi causam Atheniensibus dedit Ion, qui illis auxilio venit, cum ab Eumolpo… … Hofmann J. Lexicon universale
THESEUS — I. THESEUS Historicus Illustrium virorum vitas consignavit libris 5. suid. in Lex. Stob. de Fortitud. Item Corinthiacorum libros 3. Suidas et Etymologus. Etiam Thesei escriptis nattartiunculam adfert Stobaeus, Serm. de Fortit. II. THESEUS Iunior … Hofmann J. Lexicon universale
αείδρομος — ἀείδρομος, ον (Α) (για τα αστέρια) αυτός που κινείται συνεχώς, ο αεικίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεί + δρόμος < δραμεῖν, απρμφ. αορ. β τών ρημάτων θέω, τρέχω] … Dictionary of Greek
αελλοδρόμας — ἀελλοδρόμας, ο (Α) αυτός που τρέχει γρήγορα σαν τη θύελλα, θυελλώδης, ορμητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄελλα + δρόμος < δραμεῖν, απρμφ. αόρ. β τών ρ. θέω, τρέχω] … Dictionary of Greek
αεροδρόμος — ο (AM ἀεροδρόμος, ον) όποιος διατρέχει, διασχίζει τον αέρα (ειδικότερα στα νεοελλ.) αυτός που διασχίζει τον αέρα με αεροσκάφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀήρ + δρόμος < δραμεῖν, απρμφ. αόρ. β τών ρημάτων θέω, τρέχω. ΠΑΡ. αρχ. ἀεροδρομῶ νεοελλ.… … Dictionary of Greek
αετόδρομος — η, ο (Μ ἀετόδρομος, ον) αυτός που πετά, που ορμά σαν αετός λέγεται συνήθως με τη σημ. «ορμητικός, ανδρείος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀετός + δρομος < δραμεῖν απρμφ. αορ. β τών ρημάτων θέω, τρέχω] … Dictionary of Greek
διδράσκω — (Α) δραπετεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τύποι διδράσκω, δρόμος, άδραστος, δραπέτης απαρτίζουν ενδιαφέρουσα ομάδα λέξεων που ανάγονται πιθ. σε αρχική IΕ ρίζα *der «τρέχω». Υποστηρίζεται ότι η μηδενισμένη μορφή τής ρίζας (παρεκτεταμένη με e∂2 : *dr e∂2 >)… … Dictionary of Greek
ευεπίδρομος — εὐεπίδρομος, ον (Α) 1. αυτός που υπόκειται εύκολα σε επιδρομή, ο ευπρόσβλητος («ὡς μὴ εὐεπίδρομον εἶναι ταῑς παρακειμέναις χαράδραις», Γρηγ. Νύσσ.) 2. ευάλωτος («φιλοσοφία εὐεπίδρομος σοφισταῑς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί δρομος (< επι δραμείν)] … Dictionary of Greek