-
81 εδροσίζετο
-
82 ἐδροσίζετο
-
83 εδροσίζοντο
-
84 ἐδροσίζοντο
-
85 εδροσίσθης
-
86 ἐδροσίσθης
-
87 εδρόσιζε
-
88 ἐδρόσιζε
-
89 εδρόσιζεν
-
90 ἐδρόσιζεν
-
91 εδρόσιζες
-
92 ἐδρόσιζες
-
93 εδρόσισα
-
94 ἐδρόσισα
-
95 εδρόσισας
-
96 ἐδρόσισας
-
97 εδρόσισε
-
98 ἐδρόσισε
-
99 εδρόσισεν
-
100 ἐδρόσισεν
См. также в других словарях:
δροσίζω — bedew pres subj act 1st sg δροσίζω bedew pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δροσίζω — δροσίζω, δρόσισα βλ. πίν. 33 (και ως απρόσ. δροσίζει) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δροσίζω — (AM δροσίζω) [δρόσος] 1. ραντίζω με σταγόνες δροσιάς, νοτίζω 2. κάνω κάτι δροσερό 3. προσφέρω ικανοποίηση, απόλαυση 4. γίνομαι δροσερός, ψυχραίνω («δρόσισε ο καιρός») μσν. 1. ανακουφίζω 2. κατευνάζω 3. ευνοώ 4. φωτίζω 5. (για τον θεό) ευλογώ 6.… … Dictionary of Greek
δροσίζω — δρόσισα, δροσίστηκα, δροσισμένος 1. ραντίζω με δροσιά, με δροσερό νερό, κρυώνω κάτι: Έριξα λίγο νερό στο πρόσωπό μου να το δροσίσω. 2. αμτβ., γίνομαι δροσερός: Θα βγούμε μόλις δροσίσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεδροσισμένα — δροσίζω bedew perf part mp neut nom/voc/acc pl δεδροσισμένᾱ , δροσίζω bedew perf part mp fem nom/voc/acc dual δεδροσισμένᾱ , δροσίζω bedew perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δροσίζεσθε — δροσίζω bedew pres imperat mp 2nd pl δροσίζω bedew pres ind mp 2nd pl δροσίζω bedew imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δροσίσω — δροσίζω bedew aor subj act 1st sg δροσίζω bedew fut ind act 1st sg δροσίζω bedew aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δροσίσῃ — δροσίζω bedew aor subj mid 2nd sg δροσίζω bedew aor subj act 3rd sg δροσίζω bedew fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεδροσισμένων — δροσίζω bedew perf part mp fem gen pl δροσίζω bedew perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δροσιζόμεθα — δροσίζω bedew pres ind mp 1st pl δροσίζω bedew imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δροσίζει — δροσίζω bedew pres ind mp 2nd sg δροσίζω bedew pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)