Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

δροσίζομαι

См. также в других словарях:

  • δροσίζομαι — δροσίζομαι, δροσίστηκα, δροσισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • δροσίζομαι — δροσίζω bedew pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεροδροσίζομαι — δροσίζομαι στον αέρα ή με αέρα, αερίζομαι …   Dictionary of Greek

  • εναποψύχω — ἐναποψύχω (AM) 1. δροσίζομαι, αναψύχομαι 2. (κατ ευφημ.) ανακουφίζομαι σ έναν τόπο, αποπατώ 3. παθ. δροσίζομαι 4. παραδίνω το πνεύμα, ξεψυχώ («είς δορκάδα, ἥν ἐθήλασεν ὄφις, ὅθεν πιὼν ὁ νεβρὸς ἐναπέψυξεν», Ανθ. Παλ.) …   Dictionary of Greek

  • αερίζω — (Α ἀερίζω) (Ν και ἀγερίζω) νεοελλ. Ι. ενεργ. 1. εκθέτω κάτι στον αέρα για αερισμό 2. προκαλώ πνοή αέρα με οποιοδήποτε μέσον κάνοντας κατάλληλες κινήσεις, δροσίζω κάποιον 3. ανανεώνω τον αέρα κλειστού χώρου 4. (απροσ.) αερίζει φυσά ελαφρά,… …   Dictionary of Greek

  • αερολογώ — (I) λέγω «λόγια τού αέρα», φλυαρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αερολόγος. ΠΑΡ. αερολόγημα]. (II) ( έω) Ι. ενεργ. εκθέτω κάτι στον αέρα, αερίζω ||. μέσ. 1. δροσίζομαι 2. παθαίνω ψύξη, κρυολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + παραγ. κατάλ. λογώ] …   Dictionary of Greek

  • αναψύχω — (Α ἀναψύχω) Ι. ενεργ. 1. ψυχραίνω, δροσίζω 2. ανακουφίζω, ξεκουράζω 3. παρηγορώ, ενθαρρύνω, διασκεδάζω κάποιον 4. (για πλοία) αφήνω στην ξηρά να στεγνώσουν II. παθ. ανακουφίζομαι, αναζωογονούμαι, δροσίζομαι …   Dictionary of Greek

  • δροσερεύω — και δροσερεύγω (Μ δροσερεύω) 1. δροσίζω 2. γίνομαι δροσερός, δροσίζομαι νεοελλ. ανακουφίζω, καταπραΰνω …   Dictionary of Greek

  • επαναψύχω — (AM ἐπαναψύχω) ψύχω κάτι εκ νέου, ξαναπαγώνω μσν. δροσίζομαι και συνέρχομαι …   Dictionary of Greek

  • καταψύχω — (AM καταψύχω) ψύχω κάτι πολύ, παγώνω κάτι με έντονη ψύξη («ὕδωρ καταψύχει τὴν ξηρὰν ἀναθυμίασιν», Αριστοτ.) νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεψυγμένος, η, ο α) αυτός που έχει διατηρηθεί επί μακρό χρόνο σε καλή κατάσταση με τη μέθοδο τής… …   Dictionary of Greek

  • ψυχάζω — ΜΑ [ψῡχος] αναπαύομαι σε σκιερό τόπο, δροσίζομαι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»