-
1 освежаться
-
2 освежать
освежать, освежить 1) δροσίζω 2) трен. ανανεώνω \освежаться δροσίζομαι* * *= освежить1) δροσίζω2) перен. ανανεώνω -
3 освежаться
освеж||а́тьсяφρεσκάρομαι, δροσίζομαι. -
4 проветриваться
проветривать||ся1. ἀερίζομαν2. перен (о человеке) παίρνω ἀέρα/ δροσίζομαι (освежаться)/ разг ξεσκάω (развлекаться). -
5 прохлаждаться
[πραχλαζντάτσα] ρ. δροσίζομαι, (μεταφ.) χουζουρεύω -
6 прохлаждаться
[πραχλαζντάτσα] ρ δροσίζομαι, (μεταφ) χουζουρεύω -
7 освежить
-жу, жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. освеженный, βρ: -жен, -жена, -женоρ.σ.μ.1. δροσίζω, δροσολογώ, αναψύχω•дождь -ил воздух η βροχή δρόσισε τον αέρα.
2. ζωογονώ, ζωηρεύω, τονώνω, αναστηλώνω. || ξαλαφρώνω, ανακουφίζω.3. φρεσκάρω•освежить краски в картине φρεσκάρω τα χρώματα στην εικόνα.
4. ξαναζωντανεύω, ξαναφέρω, επαναφέρω στη μνήμη αναθυμιέμαι, ξαναθυμιέμαι•- воспоминания детства ξαναζωντανεύω τις παιδικές αναμνήσεις.1. δροσίζομαι.2. επανέρχομαι, επαναφέρομαι στη μνήμη ξαναζωντανεύω•воспоминания -лись в моей памяти οι αναμνήσεις ξαναζωντάνεψαν στη μνήμη μου.
-
8 просвежить
-жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. просвеженный, βρ: -жен, -жена, -женоρ.σ.μ.(απλ.) δροσίζω αερίζω, παίρνω δροσερό αέρα.δροσίζομαι, αερίζομαι. -
9 прохладить
-ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прохлажденный, βρ: -ден, -дена, -дено; ρ.σ.μ. παλ. κρυώνω, ψύχω•прохладить кушанье κρυώνω το φαγητό.
δροσίζομαι.
См. также в других словарях:
δροσίζομαι — δροσίζομαι, δροσίστηκα, δροσισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δροσίζομαι — δροσίζω bedew pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεροδροσίζομαι — δροσίζομαι στον αέρα ή με αέρα, αερίζομαι … Dictionary of Greek
εναποψύχω — ἐναποψύχω (AM) 1. δροσίζομαι, αναψύχομαι 2. (κατ ευφημ.) ανακουφίζομαι σ έναν τόπο, αποπατώ 3. παθ. δροσίζομαι 4. παραδίνω το πνεύμα, ξεψυχώ («είς δορκάδα, ἥν ἐθήλασεν ὄφις, ὅθεν πιὼν ὁ νεβρὸς ἐναπέψυξεν», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek
αερίζω — (Α ἀερίζω) (Ν και ἀγερίζω) νεοελλ. Ι. ενεργ. 1. εκθέτω κάτι στον αέρα για αερισμό 2. προκαλώ πνοή αέρα με οποιοδήποτε μέσον κάνοντας κατάλληλες κινήσεις, δροσίζω κάποιον 3. ανανεώνω τον αέρα κλειστού χώρου 4. (απροσ.) αερίζει φυσά ελαφρά,… … Dictionary of Greek
αερολογώ — (I) λέγω «λόγια τού αέρα», φλυαρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αερολόγος. ΠΑΡ. αερολόγημα]. (II) ( έω) Ι. ενεργ. εκθέτω κάτι στον αέρα, αερίζω ||. μέσ. 1. δροσίζομαι 2. παθαίνω ψύξη, κρυολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + παραγ. κατάλ. λογώ] … Dictionary of Greek
αναψύχω — (Α ἀναψύχω) Ι. ενεργ. 1. ψυχραίνω, δροσίζω 2. ανακουφίζω, ξεκουράζω 3. παρηγορώ, ενθαρρύνω, διασκεδάζω κάποιον 4. (για πλοία) αφήνω στην ξηρά να στεγνώσουν II. παθ. ανακουφίζομαι, αναζωογονούμαι, δροσίζομαι … Dictionary of Greek
δροσερεύω — και δροσερεύγω (Μ δροσερεύω) 1. δροσίζω 2. γίνομαι δροσερός, δροσίζομαι νεοελλ. ανακουφίζω, καταπραΰνω … Dictionary of Greek
επαναψύχω — (AM ἐπαναψύχω) ψύχω κάτι εκ νέου, ξαναπαγώνω μσν. δροσίζομαι και συνέρχομαι … Dictionary of Greek
καταψύχω — (AM καταψύχω) ψύχω κάτι πολύ, παγώνω κάτι με έντονη ψύξη («ὕδωρ καταψύχει τὴν ξηρὰν ἀναθυμίασιν», Αριστοτ.) νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεψυγμένος, η, ο α) αυτός που έχει διατηρηθεί επί μακρό χρόνο σε καλή κατάσταση με τη μέθοδο τής… … Dictionary of Greek
ψυχάζω — ΜΑ [ψῡχος] αναπαύομαι σε σκιερό τόπο, δροσίζομαι … Dictionary of Greek