-
1 δραττομαι
-
2 δρασσομαι
атт. δράττομαι (fut. δράξομαι, aor. ἐδραξάμην, pf. δέδραγμαι) хватать, схватывать(τινος Hom., Arph., Plat. и τινος χερσί Eur.; τινος τῆς κόμης или τῶν τριχῶν Plut. и φάρυγος Theocr.; редко τι Her.)
τῆς ἐλπίδος δεδραγμένος Soph. — окрыленный надеждой -
3 ευκαιρία
η1) удобный случай; удобный момент; благоприятная возможность; оказия;δράττομαι ( — или επωφελούμαι) της ευκαιρίας — или χρησιμοποιώ την ευκαιρία — воспользоваться удобным случаем;
μου δίδεται η ευκαιρία — мне представляется удобный случай;
βρίσκω ευκαιρία — пользоваться удобным случаем;
αν παρουσιαστεί ευκαιρία — или ευκαιρίας δοθείσης ( — или τυχούσης) — если представится удобный случай;
2) свободное время, досуг;§ είς πρώτην ευκαιρίαν — при первой возможности;
με πρώτη ευκαιρία — при первом удобном случае; — с первой оказией;
αγοράζω σε τιμή ευκαιρίας — дёшево купить, купить по случаю;
με την ευκαιρία, επ' ευκαιρία — или επί τη ευκαιρία — по случаю чего-л.; — в связи с чём-л.;
με την ευκαιρία της επετείου — по случаю годовщины;
επ' ευκαιρία της μεταβάσεως του — в связи с его переездом
См. также в других словарях:
δράττομαι — (λόγιο ρ. στην έκφρ. δράττομαι [επωφελούμαι] της ευκαιρίας) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δράττομαι — (AM δράττομαι και δράσσομαι και δράζομαι και σπαν. δράττω) 1. πιάνω κάτι σφιχτά με το χέρι μου, χουφτώνω 2. συλλαμβάνω με δύναμη, αρπάζω νεοελλ. μτφ. επωφελούμαι, εκμεταλλεύομαι («δράττομαι τής ευκαιρίας»). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δράσσομαι (αττ.… … Dictionary of Greek
δράττομαι — δράσσομαι grasp pres ind mp 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραχμή — Αργυρό νόμισμα που αποτελούσε τη βάση του νομισματικού συστήματος στην αρχαία Ελλάδα. Δ. έκοβαν οι πόλεις της κυρίως Ελλάδας και οι ελληνικές αποικίες από το δεύτερο μισό του 7ου αι. π.Χ. Το βάρος της διέφερε ανάλογα με το σύστημα σταθμών που… … Dictionary of Greek
держать — держу, держишь, укр. держати, ст. слав. дръжѫ κατέχω, κρατέω, болг. държа, сербохорв. др̀жати, словен. držati, чеш. držeti, слвц. držat , польск. dzierżyc, в. луж. džeržec, н. луж. zaržas. Сравнивается с авест. dražaitē, инф. drāǰaŋhe держать,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
αδράχνω — και αδράζω και δράχνω 1. αρπάζω, γραπώνω, πιάνω κάτι βίαια 2. (για φωτιά) περικαίω, καψαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ προθετ. + αρχ. δράττομαι. ΠΑΡ. νεοελλ. άδραγμα, αδραξιά, αδραχτά, αδράχτης ΙΙ, αδράχτια ΙΙ, αδραχτικός] … Dictionary of Greek
δράγμα — ( ατος), το (AM δράγμα, το Μ και δράγμα και δράμα, η) [δράττομαι] η ποσότητα που μπορεί κάποιος να κρατήσει στο χέρι του, «φούχτα», χεροβολιά, δραξιά μσν. μικρή, ελάχιστη ποσότητα αρχ. 1. δέμα, δεμάτι 2. αθέριστο σιτάρι, σπαρτό 3. οι πρώτοι… … Dictionary of Greek
δράσσω — βλ. δράττομαι … Dictionary of Greek
δραγμή — δραγμή, η (AM) [δράττομαι] 1. δρόγμα, δεμάτι 2. δραχμή … Dictionary of Greek
δραγμός — Αρχαία πόλη της Κρήτης στην ανατολική περιοχή του νησιού, που ορισμένοι ταυτίζουν με το Γράμμιον. Βρισκόταν ανάμεσα στις πόλεις Πραισός και Ίτανος και ασκούσε απόλυτο έλεγχο στο Δικταίο ιερό, από το οποίο απολάμβανε τα οικονομικά οφέλη. Κατά τον… … Dictionary of Greek
καταδράσσομαι — (Α) 1. δράττομαι ισχυρά, αδράχνω 2. αντιλαμβάνομαι, εννοώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δράσσομαι «πιάνω σφιχτά»] … Dictionary of Greek