-
1 εἰς-άγω
εἰς-άγω (s. ἄγω; εἰςαγηοχότες Dem. 18, 39 im Briefe des Philipp), hineinführen, -bringen, von Hom. an, der die Tmesis ἐς δ' ἄγεν hat, überall; αὐτοὺς δόμον, ins Haus, Od. 4, 43; Κρήτην ἑταίρους, die Gefährten nach Kreta, 3, 191; δούλιον αἶσαν, ins Sklavenloos, Aesch. Ch. 75; ἥ μ' εἰςήγαγε τείχη Eur. Phoen. 368; Hec. 1148; aber δόμοις Alc. 1115; sonst mit praeposit., εἰς ἓν χωρίον Her. 1, 196; ποταμὸν ἐς τὴν λίμνην, den Fluß in den See leiten, 1, 191; bes. zu bemerken εἰς τοὺς φράτορας, εἰς τοὺς δημότας τινὰ εἰςάγειν, in diese Genossenschaften einführen, einschreiben lassen, Is. 2, 14 Dem. 43, 14. 59, 13; εἰς Κήρυκας εἰςάγει Andoc. 1, 127; ἰατρόν τινι, den Arzt zu Jemandem rufen lassen, Xen. Mem. 2, 4, 3 Dem. 47, 67; τινὰ εἰς σπονδάς, zur Theilnahme am Bündniß bewegen, Thuc. 5, 35; – σῖτον ἐς τὴν νῆσον, einführen, Thuc. 4, 26. 2, 6; Plat. Rep. II, 371 a; Andoc. 2, 12; pass, Her. 3, 6; auch im med., 5, 34. – Von Sitten u. Gebräuchen, Her. 2, 49; τελετὰς πονηράς Eur. Bacch. 160; ἐπιτήδευμα Plat. Rep. III, 389 d; ἔϑος εἰς τὴν πολιτείαν Dem. 19, 2; αὐλὸν είς τὸν πόλεμον Pol. 4, 20, 6. – In Schriften, auf der Bühne; ἐν τραγῳδίαις Ἥραν Plat. Rep. II, 381 d; δράματα Apol. 35 b; τὰ εἴδη εἰςάγει, von Plato, Arist. Eth. Nic. 1, 6, 1. Auch im med., ὑποκριτὰς εἰςάγομαι, auftreten lassen, Plat. Legg. VII, 817 c. – Med., in eine Gemeinschaft einführen, Her. 3, 70; dem εἰςδέχομαι entsprechend, Thuc. 8, 16, bei sich aufnehmen, wie 8, 108; εἰς τὰς ἰδίας οἰκίας Pol. 2, 57, 7; γυναῖκα, zu sich einführen, heirathen, Her. 5, 39 u. öfter; 5, 40 auch im act. – In der attischen Gerichtssprache = die Klage dem Gerichtshofe vorlegen, vom Vorstande desselben, wie Athene bei Aesch. Eum. 552 sagt εἰςάγω τὴν δίκην; vgl. Dem. 21, 47 οἱ ϑεσμοϑέται εἰςαγόντων εἰς τὴν ἡλιαίαν (τὴν γραφήν) auch τοὺς ἀμφιςβητοῦντας εἰς τὸ δικαστήριον, 48, 31; vom Kläger, Jemanden vor Gericht laden, δίκην, Antiph. 6, 42; εἰς δικαστάς Dem. 59, 12 u. sonst; εἰςάγειν τινά τινος, Jemanden worüber belangen, Plat. Apol. 26 a; auch ἐμὲ εἰςάγεις ὡς διαφϑείροντα τοὺς νέους, 25 c; 24 d ἐμὲ εἰςάγεις τουτοισί.
-
2 δρᾶμα
δρᾶμα, τό, das Gethane, die That, Handlung; Aesch. Ag. 533; das Geschäft, Plat. Theaet. 150 a; vgl. Rep. V, 451 c. Bes. eine auf der Schaubühne dargestellte Handlung, Schauspiel; δρᾶμα ποιεῖν, dichten, Ar. Ran. 1021; σατυρικόν Plat. Conv. 222 d, u. A.; vorzugsweise von der Tragödie; übertr., wie unser Schauspiel; τὰ ἐλεεινὰ ταῦτα δράματα εἰςάγειν, von den Verklagten, die ihre Familie auftreten ließen, um das Mitleid der Richter zu erregen, Plat. Apol. 35 b; öfter bei Sp.
-
3 ἐλεεινός
ἐλεεινός, mitleidswerth, bejammernswürdig; δός μ' ἐς Ἀχιλλῆος φίλον ἐλϑεῖν ἠδ' ἐλεεινόν Il. 24, 309, als Einer der Mitleid findet; übh. unglücklich, Hom. u. Folgde; Plat. Legg. V, 729 b; Lys. 24, 7; καὶ ἄϑλιος Plat. Gorg. 469 a; auch von Sachen, ϑέα Rep. X, 620 a; ἐλεεινόν τι λέγειν Ion 535 c; δράματα Apol. 35 b; – ἐλεεινὸν ὑπ' ὀφρύσι δάκρυον εἶβεν, Od. 8, 531. 16, 219; – activ., mitleidig, ὦ τόξον, ἦ που ἐλεεινὸν ὁρᾷς Soph. Phil. 1115; auch bei Plat. (der nach B. A. 92 κατὰ ἐλεητικοῠ τὸν ἐλεεινὸν τέϑεικε) ist τὸ ἐλεεινόν das Mitleid, Rep. X, 606 b; οὐδὲν πάνυ μοι ἐλεεινὸν εἰςῄει Phaed. 59 a. – Ἐλεεινά, adv., Il. 2, 314 u. Sp.; ἐλεεινῶς, Dem. Vgl. ἐλεινός.
-
4 δρᾶμα
δρᾶμα, τό, das Getane, die Tat, Handlung; das Geschäft. Bes. eine auf der Schaubühne dargestellte Handlung, Schauspiel; vorzugsweise von der Tragödie; übertr., wie unser Schauspiel; τὰ ἐλεεινὰ ταῦτα δράματα εἰςάγειν, von den Verklagten, die ihre Familie auftreten ließen, um das Mitleid der Richter zu erregen
См. также в других словарях:
δράματα — δρά̱ματα , δρᾶμα deed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek
Ραγκαβής — Επώνυμο παλιάς βυζαντινής οικογένειας, από την οποία καταγόταν και ο αυτοκράτορας Μιχαήλ A’ ο Ραγκαβές. Άλλα σημαντικά μέλη της οικογένειας αυτής ήταν: 1. Αλέξανδρος Ρίζος (Κωνσταντινούπολη 1809 – Αθήνα 1892). Ποιητής, συγγραφέας, πανεπιστημιακός … Dictionary of Greek
τετραλογία — Ονομάστηκε τ. από τους αρχαίους Έλληνες η σύσταση ή ενότητα 4 λόγων ή διαλόγων. Η λέξη λόγος σημαίνει και τον μύθο ή την υπόθεση του δράματος. Γι’ αυτό τ. είναι η σύσταση 4 δραμάτων, από τα οποία τα 3 πρώτα είναι τραγωδίες και το τέταρτο σατυρικό … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ελ Σαλβαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ελ Σαλβαδόρ Έκταση: 21.041 τ. χλμ Πληθυσμός: 6.178.700 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Σαν Σαλβαδόρ (504.000 κάτ. το 2003)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γουατεμάλα και στα Α με την Ονδούρα, ενώ στα… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Μεταστάσιο ή Μεταστάζιο — (Pietro Metastasio, Ρώμη 1698 – Βιέννη 1782). Φιλολογικό ψευδώνυμο του Ιταλού ποιητή Πιέτρο Ντομίνικο Αρμάντο Τραπάσι (Pietro Dominico Armando Trapasi). Κηδεμόνας του ήταν ο Γκραβίνα, ο οποίος του κληροδότησε ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του… … Dictionary of Greek