-
1 δοῦπος
Grammatical information: m.Meaning: `dead, heavy sound'Compounds: In ἐρί-δουπος, also ἐρί-γδουπος `loud thundering' (Il.); anlaut γδ- also in ἐγδούπησαν Λ 45 and μασίγδουπον βασιλῆα μεγαλόηχον... H., and also in ἁλί-, βαρύ-, μελί-γδουπος. Other compp. have - δουπος.Derivatives: δουπέω, aor. δουπῆσαι, perf. pt. Gen. δεδουπότος (Ψ 679; innov., s. Schwyzer 771, Leumann Hom. Wörter 218) `sound dead', sec. (through misunderstanding of δούπησεν δε πεσών, Leumann 217) `fall in battle' (Il.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: An δουπέω, intensive like βρομέω etc., reminds of a Baltoh-Slavic word, Latv. dupêtiês `sound dead', Serb. dȕpiti `slay (with sound)' etc.; unclear Toch. AB täp `give a loud sound, make known'. An anlaut gd- is not known from IE, so the word is probably Pre-Greek. Cf. κτυπέω, κτύπος. - Schwyzer 718 n. 3, Pok. 221f.; s. also Fraenkel Lit. et. Wb. s. dùpinas.Page in Frisk: 1,412-413Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δοῦπος
-
2 δούπος
-
3 δοῦπος
-
4 δοῦπος
-
5 δοῦπος
δοῦπος (cf. κτύπος): any dull, heavy sound, as the thunder at the gates of a besieged town, ἀμφὶ πύλᾶς ὅμαδος καὶ δοῦπος ὀρώρει | πύργων βαλλομένων, Il. 9.573; of the din of battle, compared to the echo of woodmen's axes, Il. 16.635; the roar of the sea, Od. 5.401; or of a mountain torrent, Il. 4.455. Cf. δουπέω.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δοῦπος
-
6 δοῦπος
δοῦπος, ὁ,A any dead, heavy sound, thud,δ. ἀκόντων Il.11.364
, 16.361;δ. ὀρώρει πύργων βαλλομένων 9.573
, cf. 12.289; of the distant din of battle, 16.635; of the sound of footsteps, 10.354, Od.16.10; of the measured tread of infantry, Il.23.234, Hes.Th.70; ὅμαδον καὶ δ., of a multitude, Od.10.556; of the roar of the sea dashing against rocks or of a distant torrent, 5.401, Il.4.455.—Rare in Trag.,δ. μαράγνης A.Ch. 376
(lyr.); χερόπλακτοι δ' ἐν στέρνοισι πεσοῦνται δοῦποι the loud beating of breasts, S.Aj. 634, cf. E.Ba. 513; ἀκούομεν πυλῶν δ. the noise of opening gates, Id. Ion 516. Rare in Prose, Th. 3.22 (v.l. ψόφον); θόρυβος καὶ δ. X.An.2.2.19
. -
7 δούπω
δού̱πω, δοῦποςany dead: masc nom /voc /acc dualδού̱πω, δοῦποςany dead: masc gen sg (doric aeolic)——————δού̱πῳ, δοῦποςany dead: masc dat sg -
8 δουπέω
δουπέω ( δοῦπος), old form γδουπέω: ἐπὶ (adv.) δ' ἐγδούπησαν Ἀθηναίη τε καὶ Ἥρη, thundered, Il. 11.45 (cf. ἐρίγδουπος); often δούπησεν δὲ πεσών, fell with a thud, and without πεσών, δουπῆσαι, Il. 13.426; δεδουπότος Οἰδιπόδᾶο | ἐς τάφον, Il. 23.679. See δοῦπος.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δουπέω
-
9 δούποι
-
10 δοῦποι
-
11 δούπον
-
12 δοῦπον
-
13 δούποιο
δού̱ποιο, δοῦποςany dead: masc gen sg (epic) -
14 δούπου
δού̱που, δοῦποςany dead: masc gen sg -
15 δούπους
δού̱πους, δοῦποςany dead: masc acc pl -
16 δούπων
δού̱πων, δοῦποςany dead: masc gen pl -
17 ἀραβέω
1 ring out ταχέως δ' ἀράβη[σε] διαλεύκων ὀστέ[ων] δοῦπος ἐ[ρ]λτ;εγτ;ικομένων (supp. Lobel) fr. 169. 24. -
18 ἐρείκω
1 rend ταχέως δ' ἀράβη[σε] διαλεύκων ὀστέ[ων] δοῦπος ἐ[ρ]λτ;εγτ;ικομένων (supp. et corr. Lobel) fr. 169. 25. -
19 ὀστέον
ὀστέον (-έων, -έα.)1 bone “ θανόντος ὀστέα λέξαις υἱοῦ” P. 8.53 αἰὼν δὲ δἰ ὀστέων ἐρραίσθη fr. 111. 5. “καὶ τότ ἐγὼ σαρκῶν τ ἐνοπὰν λτ;γτ; ἠδ ὀστέων στεναγμὸν βαρύν” (of Herakles, devouring the ox of Koronos) fr. 168. 5. δια- λεύκων ὀστέ[ων] δοῦπος ἐ[ρ]λτ;εγτ;ικομένων (supp. Lobel) fr. 169. 25. -
20 ταχύς
1 quickἀπὸ γὰρ κόρος ἀμβλύνει αἰανὴς ταχείας ἐλπίδας P. 1.83
ταχέες ἔβαν P. 4.179
εἰρεσία δ' ὑπεχώρησεν ταχειᾶν ἐκ παλαμᾶν ἄκορος P. 4.202
ταχὺ[ς (supp. Snell) Πα. 8A. 7.γνώμας δὲ ταχείας συν[ Pae. 14.39
superl.,ἐπὶ ταχυτάτων ἁρμάτων O. 1.77
adv.,εἰ δὲ μὴ ταχὺ λίποι O. 1.108
ταχὺ δ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονὶ πρῴραθε P. 10.51
ταχὺ δὲ Καδμείων ἀγοὶ ἔδραμον N. 1.51
ἐνυπνίῳ δ' ᾇ τάχιστα πιθέσθαι κελήσατό μιν O. 13.79
παρὰ ναῦν δ' ἰθύει τάχιστα δελφίς fr. 234. 2. frag. ]ως ὁ ταχι[στ (supp. Snell) ?fr. 337. 6. adv.,ταχέως, κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος O. 5.13
ταχέως δ' Ἄδματος ἷκεν P. 4.126
ταχέως δ' ἐπ ἀδελφεοῦ βίαν πάλιν χώρησεν N. 10.73
ταχέως δ' ἀράβη[σε] διαλεύκων ὀστέ[ων] δοῦπος ἐ[ρ]εικομένων fr. 169. 23.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δοῦπος — any dead masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δούπος — ο (AM δούπος) βαρύς, υπόκωφος χτύπος, γδούπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δούπος φέρει την ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας *deup και το παράγωγο ρήμα δουπώ είναι επιτατικός σχηματισμός (πρβλ. βρομώ βρόμος). Συνδέεται πιθ. με βαλτοσλαβικές λέξεις, πρβλ. λεττ … Dictionary of Greek
δοῦποι — δοῦπος any dead masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοῦπον — δοῦπος any dead masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μενέδουπος — μενέδουπος, ον (Α) αυτός που υπομένει καρτερικά τον θόρυβο τής μάχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν (βλ. μένω) + δοῡπος «θόρυβος» (πρβλ. αρμασί δουπος, ασπιδό δουπος)] … Dictionary of Greek
μετάδουπος — μετάδουπος, ον (Α) αυτός που παρεμπίπτει στην τύχη, στα τυφλά, που συμβαίνει τυχαία, ο αδιάφορος («αἵδε μὲν ἡμέραι εἰσὶν ἐπιχθονίοις μέγ ὀνειαρ, αἱ δ ἄλλαι μετάδουποι, ἀκήριοι», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + δοῦπος «θόρυβος» (πρβλ. αρμασί… … Dictionary of Greek
γδούπος — ο (AM γδοῡπος) βαρύς, υπόκωφος χτύπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τ. τού δούπος*. Το αρχικό συμφωνικό σύμπλεγμα γδ οφείλεται σε εκφραστικό ηχομιμητικό σχηματισμό (πρβλ. κτυπώ, κτύπος: τύπος). Μικρός είναι ο αριθμός τών συνθέτων σε γδουπος έναντι εκείνων… … Dictionary of Greek
μονόδουπος — μονόδουπος, ον (Α) αυτός που έχει έναν μόνο ήχο ή αυτός που ηχεί ομοιόμορφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * δοῦπος «γδούπος, ήχος» (πρβλ. οξύ δουπος)] … Dictionary of Greek
ομόδουπος — ὁμόδουπος, ον (Α) αυτός που ηχεί συγχρόνως με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + δοῦπος «βαρύς κτύπος, γδούπος» (πρβλ. μονό δουπος)] … Dictionary of Greek
οξύδουπος — ὀξύδουπος, ον (Α) αυτός που παράγει οξύ γδούπο («κύμβαλ ὀξύδουπα», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + δοῦπος «θόρυβος» (πρβλ. βαρύ δουπος)] … Dictionary of Greek
οπλόδουπος — ὁπλόδουπος, ον (Α) αυτός που προκαλεί κρότο με όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + δοῦπος «θόρυβος» (πρβλ. ασπιδό δουπος)] … Dictionary of Greek