-
1 οικησις
- εως ἥ1) обитание, проживание(αὐτόνομος οἴ. Thuc.)
2) жилище, жилье, помещение3) руководство, управление(πόλεως Plat.)
4) местопребывание, обиталищеκατασκαφές οἴ. Soph. — подземная обитель, т.е. могила
5) населенная область, край Arst.6) звериная нора, логовище(τῶν θηρίων Xen.)
7) гнездо(τῶν ὀρνέων Arst.)
-
2 οἴκησις
-
3 αειφρουρος
-
4 αιδιος
21) вечный(ἕδρα HH.; πόνος Hes.; ἔχθρα Thuc.; χρόνος Arst.; δόξα Plut.)
ἥ ἀ. οὐσία Plat. — вечная сущность;ἀ. οἵκησις Xen. — вечное жилище, т.е. могила2) пожизненный, бессрочный(ἀρχή, βασιλεία Arst.)
ἀ. φυγή Plut. — пожизненное изгнание -
5 αφρακτος
староатт. ἄφαρκτος1) неогороженный, незащищенный, неукрепленный(στρατόπεδον, οἴκησις Thuc.)
ἄ. φίλων Soph. — не имеющий защиты в друзьях, т.е. вдали от друзей2) неосторожный, застигаемый врасплохὅρκοις θεῶν ἄ. Eur. — неосторожно поклявшийся богами;
μέ προσπέσῃ ὑμῖν ἀφάρκτοις πράγμα δεινόν Arph. — как бы вас не застигла врасплох беда -
6 διοικησις
- εως ἥ1) управление, заведование, руководство(οἰκίας καὴ πόλεως Plat.; πόλεως Arst., Plut.; ποιεῖν τινα κύριον τῆς διοικήσεως Arst.)
2) хозяйствоὁ ἐπὴ τῆς διοικήσεως Dem. — управляющий хозяйственными делами
3) бюджет, доходы и расходы(ἔχειν ἱκανὰ χρήματα εἰς διοίκησιν Lys.; ἥ καθ΄ ἡμέραν δ. Dem.)
4) небольшая область, часть провинции -
7 δορυφορικος
-
8 εισοικησις
-
9 ενοικησις
-
10 εξοικησις
-
11 καταγειος
-
12 κατασκαφης
2вырытый (в земле), подземныйκ. οἴκησις Soph. — подземная обитель, т.е. могила
-
13 κατοικησις
- εως ἥ1) заселение(καλεῖται, διὰ τέν παλαιὰν ταύτῃ κατοίκησιν, καὴ ἥ ἀκρόπολις μέχρι τοῦδε ἔτι πόλις Thuc.)
2) жилище, местопребывание(τῶν προγόνων Plat.; τέν κατοίκησιν ἔχειν ἔν τινι NT.)
-
14 κενος
эп.-ион. κενεός и κεινός 3(compar. κενότερος и κενώτερος, superl. κενότατος и κενώτατος)1) пустой, порожний(τρυφάλεια, τὰ ὄχεα, νῆες Hom.; οἴκησις, εὐνή, τράπεζαι Soph.; τάφος Eur.)
ξὺν ἀνδράσιν κάλλιον ἢ κεινῆς (sc. γῆς) κρατεῖν Soph. — лучше управлять мужами, чем безлюдной страной2) пустой, бесплодный, напрасный(εὔγματα Hom.; ἐλπίδες Aesch.; κήρυγμα NT.)
3) пустой, неосновательный, бессмысленный(γνώμη Soph.; φόβος Eur.; φρόνημα, λόγοι Plat.; ἄνθρωπος NT.)
διὰ κενῆς Thuc., ἐν κενοῖς Soph. и εἰς κενόν Diod. — бесцельно, попусту, впустую;ἥ διὰ κενῆς ἐπανάσεισις τῶν ὅπλων Thuc. — пустое потрясание оружием;ἥκεις οὐ κενή Soph. — ты пришла не даром4) лишенный, не имеющий(τοῦ νοῦ, φρενῶν Soph.; συμμάχων, δακρύων Eur.; τὸ πεδίον κενὸν δένδρων Plat.)
κ. ἐπιστήμης Plat. — невежественный;ὑπ΄ ἄσθματος κ. Aesch. — еле переводящий дыхание (от усталости);κενέ λέαινα Soph. — покинутая (львом, т.е. одинокая) львица;σῶμα κενόν Plut. — изможденное тело;τὰ ιερὰ κενὰ πάντων Xen. — совершенно опустошенные храмы5) пустой, глупый(ἀνόητος καὴ κ. Arph.)
-
15 κοσμιος
I3 и 21) скромный, умеренный(δαπάνη, οἴκησις Plat.)
κ. ἐν διαίτῃ Plat. — скромного образа жизни2) скромный, благопристойный(κ. καὴ σώφρων Luc.; κ. πρός τινα Plat.; μειράκιον Plut.; καταστολή NT.)
IIὅ Plut. = κοσμοπολίτης См. κοσμοπολιτης -
16 μετοικησις
-
17 μητρωος
-
18 ξυνοικησις
1) брачное сожительство Her.2) община, общество -
19 παροικησις
-
20 περισσως
атт. περιττῶς1) чрезвычайно, необыкновенно, особенно(θεοσεβέες π. ἐόντες Her.)
οὐδὲν περιττότερον τῶν ἄλλων πραγματεύεσθαι Plat. — не делать ничего особенного по сравнению с другими;περιττότατα πάντων Arst. — самое замечательное;π. ἔκραζον NT. — они громко закричали2) прекрасно, отличноπεριττότερον ὁρᾶν Luc. — лучше видеть
3) пышно, богато(θάψαι τινά Her.; οἴκησις π. ἐσκευασμένη Polyb.)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
οἴκησις — the act of dwelling fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκήσει — οἴκησις the act of dwelling fem nom/voc/acc dual (attic epic) οἰκήσεϊ , οἴκησις the act of dwelling fem dat sg (epic) οἴκησις the act of dwelling fem dat sg (attic ionic) οἰκέω inhabit aor subj act 3rd sg (epic) οἰκέω inhabit fut ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκήσεις — οἴκησις the act of dwelling fem nom/voc pl (attic epic) οἴκησις the act of dwelling fem nom/acc pl (attic) οἰκέω inhabit aor subj act 2nd sg (epic) οἰκέω inhabit fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκήσεσι — οἴκησις the act of dwelling fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκήσεσιν — οἴκησις the act of dwelling fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκήσηι — οἴκησις the act of dwelling fem dat sg (epic) οἰκήσῃ , οἰκέω inhabit aor subj mid 2nd sg οἰκήσῃ , οἰκέω inhabit aor subj act 3rd sg οἰκήσῃ , οἰκέω inhabit fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκήσιας — οἴκησις the act of dwelling fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκήσιος — οἴκησις the act of dwelling fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκαφής — κατασκαφής, ές (Α) ο πολύ σκαμμένος («ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῑον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις ἀείφρουρος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκαφής (< σκάφος «σκάψιμο»), πρβλ. βαθυ σκαφής, νεο σκαφής] … Dictionary of Greek
οίκηση — η (ΑΜ οἴκησις) [οικώ] 1. η χρησιμοποίηση στεγασμένου χώρου για διαμονή, το να κατοικεί κανείς, η κατοίκηση 2. ο τόπος όπου κατοικεί κάποιος, κατοικία, οίκημα, σπίτι («κενὴν οἴκησιν ἀνθρώπων δίχα», Σοφ.) νεοελλ. 1. (νομ.) προσωπική δουλεία υπέρ… … Dictionary of Greek
οικήσιμος — η, ο (Α οἰκήσιμος, ον) [οίκησις] αυτός που μπορεί να κατοικηθεί, που είναι κατάλληλος για κατοίκηση, κατοικήσιμος («ὑλοφόρα καὶ δενδροφόρα καὶ τὸ ὅλον οἰκήσιμά ἐστιν», Πολ.) … Dictionary of Greek