-
1 ακτινοβολια
-
2 διβολια
ἥ1) обоюдоострое метательное оружие Arph., Plut.2) диболия (одежда, дважды охватывавшая тело) Plut. -
3 εκηβολια
-
4 ελαφηβολια
I.дор. ἐλᾰφᾱβολία ἥ pl. охота на оленей Soph.II.τά элафеболии (охотничий праздник в честь Артемиды, справлявшийся в месяце элафеболионе) Plut. -
5 επεσβολια
ἥ1) дерзкие речи, развязная болтовня Hom.2) колкости, язвительные слова Anth. -
6 ευθυβολια
-
7 κεραυνοβολια
-
8 λιθοβολια
-
9 παλιμβολια
-
10 πετροβολια
-
11 βόλι
См. также в других словарях:
βόλια — βόλιον counter neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
BOLI — Graece Βόλοι, non tantum tesserarum iactus, sed et ipsae tesserae Graecis dictae sunt. Eustathius, Κύβαι μὲν γὰρ οἱ καταρπιτό μενοι ἑξμ´πλδροι Βόλοι καὶ ὁιανεὶ κατακ υβιςτῶντες εν τῷ Βάλλεςθαι: a iactando videl. vel iaciendo, quod Graecis Βάλλειν … Hofmann J. Lexicon universale
Emborios — Εμπορειός … Deutsch Wikipedia
ALVEUS Lusorius — memoratur Plinio l. 37. c. 2. ex actis triumphorum Pompeii Magni: Transtulit alveum cum tesseris lusorium e gemmis duabus, latum pedes tres, longum pedes quatuor; tertia enim pars longitudinis adiciebatur ut plurimum in illis lusoriis alveis… … Hofmann J. Lexicon universale
JACTI vel JACTONES — Gallis sunt calculi, quibus in putandis rationibus utuntur, iettons, voce e Tabulae ludo mutuatâ. Nempe cum iactus proprie vocari debuislet teslera, quod iaceretur. Ovid. de Arte Am. l. 2. v. 204. Tu male iactato, tu male iacta dato. Uti enim… … Hofmann J. Lexicon universale
κωρυκοβολία — κωρυκοβολία, ἡ (Α) η κωρυκομαχία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώρυκος + βολία (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δισκο βολία, τοξοβολία] … Dictionary of Greek
πεσσοβολία — ἡ, Α το ρίξιμο τών πεσσών κατά τη διάρκεια τού παιχνιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεσσός + βολία (< βόλος < βάλλω), πρβλ. τοξο βολία] … Dictionary of Greek
φωτοβολία — η, ΝΜΑ, και φωτοβολία Ν ακτινοβολία φωτός νεοελλ. φυσ. φυσικό μέγεθος γνωστό και ως ένταση φωτεινής πηγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + βολία (< βολος < βόλος < βάλλω), πρβλ. κεραυνο βολία] … Dictionary of Greek
χονδροβολία — ἡ, Α έδαφος στρωμένο με χαλίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος + βολία (< βόλος < βόλος < βάλλω), πρβλ. πλινθο βολία] … Dictionary of Greek
ψυχοβολία — η, Ν ακτινοβολία που, σύμφωνα με ορισμένες δοξασίες, εκπέμπεται από το σώμα τών ανθρώπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + βολία (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ακτινο βολία] … Dictionary of Greek
ναροντνίκοι — Πολιτικό και πνευματικό κίνημα, που αναπτύχθηκε τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι. στη Ρωσία και διατηρήθηκε ουσιαστικά έως την επανάσταση των μπολσεβίκων (1917), με διάφορες μεταρρυθμιστικές ή και επαναστατικές τάσεις, οι οποίες απέβλεπαν σε… … Dictionary of Greek