Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δι-βολία

См. также в других словарях:

  • βόλια — βόλιον counter neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • BOLI — Graece Βόλοι, non tantum tesserarum iactus, sed et ipsae tesserae Graecis dictae sunt. Eustathius, Κύβαι μὲν γὰρ οἱ καταρπιτό μενοι ἑξμ´πλδροι Βόλοι καὶ ὁιανεὶ κατακ υβιςτῶντες εν τῷ Βάλλεςθαι: a iactando videl. vel iaciendo, quod Graecis Βάλλειν …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Emborios — Εμπορειός …   Deutsch Wikipedia

  • ALVEUS Lusorius — memoratur Plinio l. 37. c. 2. ex actis triumphorum Pompeii Magni: Transtulit alveum cum tesseris lusorium e gemmis duabus, latum pedes tres, longum pedes quatuor; tertia enim pars longitudinis adiciebatur ut plurimum in illis lusoriis alveis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • JACTI vel JACTONES — Gallis sunt calculi, quibus in putandis rationibus utuntur, iettons, voce e Tabulae ludo mutuatâ. Nempe cum iactus proprie vocari debuislet teslera, quod iaceretur. Ovid. de Arte Am. l. 2. v. 204. Tu male iactato, tu male iacta dato. Uti enim… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κωρυκοβολία — κωρυκοβολία, ἡ (Α) η κωρυκομαχία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώρυκος + βολία (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δισκο βολία, τοξοβολία] …   Dictionary of Greek

  • πεσσοβολία — ἡ, Α το ρίξιμο τών πεσσών κατά τη διάρκεια τού παιχνιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεσσός + βολία (< βόλος < βάλλω), πρβλ. τοξο βολία] …   Dictionary of Greek

  • φωτοβολία — η, ΝΜΑ, και φωτοβολία Ν ακτινοβολία φωτός νεοελλ. φυσ. φυσικό μέγεθος γνωστό και ως ένταση φωτεινής πηγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + βολία (< βολος < βόλος < βάλλω), πρβλ. κεραυνο βολία] …   Dictionary of Greek

  • χονδροβολία — ἡ, Α έδαφος στρωμένο με χαλίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος + βολία (< βόλος < βόλος < βάλλω), πρβλ. πλινθο βολία] …   Dictionary of Greek

  • ψυχοβολία — η, Ν ακτινοβολία που, σύμφωνα με ορισμένες δοξασίες, εκπέμπεται από το σώμα τών ανθρώπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + βολία (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ακτινο βολία] …   Dictionary of Greek

  • ναροντνίκοι — Πολιτικό και πνευματικό κίνημα, που αναπτύχθηκε τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι. στη Ρωσία και διατηρήθηκε ουσιαστικά έως την επανάσταση των μπολσεβίκων (1917), με διάφορες μεταρρυθμιστικές ή και επαναστατικές τάσεις, οι οποίες απέβλεπαν σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»