-
1 διπλοτερος
См. также в других словарях:
διπλότερος — διπλός masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλός — ή, ό (AM διπλοῡς, ῆ, οῡν και διπλός, ή, όν Α και διπλόος, η, ον θηλ. και διπλέη) 1. διπλάσιος, αυτός που είναι δύο φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος, δύο φορές ίδιος («διπλό κρεβάτι, μεροκάματο») 2. ο διπλωμένος στα δύο, σε δύο στρώσεις («διπλή… … Dictionary of Greek
ԿՐԿՆԱԳՈՅՆ — ( ) NBH 1 1135 Chronological Sequence: 6c ա. διπλότερος . ըստ յն. ոճոյ, իբր Կրկին եւս. երկպատիկ աւելի. *Ըստ որում Կատարելագոյնն է եւ կրկնագոյն առն՝ առ կնոջ ստեղծուածն. Փիլ. լին. ՟Ա. 25 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)