Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

διπλωματούχος

См. также в других словарях:

  • διπλωματούχος — ο, η ο κάτοχος διπλώματος, πτυχίου: Είναι διπλωματούχος οδοντίατρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διπλωματούχος — ο αυτός που έχει αποκτήσει δίπλωμα ανώτατης ή ανώτερης σχολής, ο πτυχιούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίπλωμα( ατος) + ουχος < έχω. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Ι. Πύρλα] …   Dictionary of Greek

  • Engineer's degree — An engineer s degree is a graduate academic degree intermediate in rank between a master s degree and a doctoral degree in the United States. In Europe, it can be an approximately five year degree roughly equivalent to a master s degree. The… …   Wikipedia

  • -ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Γούντγουορντ, Ρόμπερτ — (Robert Woodward, Βοστόνη 1917 – 1979). Αμερικανός χημικός. Διπλωματούχος του τεχνολογικού ινστιτούτου της Μασαχουσέτης, όπου μπήκε σε ηλικία 16 ετών, δίδαξε στη συνέχεια στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Ενδιαφέρθηκε κυρίως για τις οργανικές… …   Dictionary of Greek

  • Καλούδης, Γεώργιος — (Σμύρνη 1889 – Αθήνα 1959). Λόγιος γιατρός. Σπούδασε στο ελληνογαλλικό λύκειο Χ. Αρώνη (1917) της Σμύρνης. Διπλωματούχος της οδοντιατρικής των πανεπιστημίων του Βερολίνου και της Αθήνας, εγκαταστάθηκε από το 1920 στην Αθήνα, όπου και άσκησε το… …   Dictionary of Greek

  • Μαγιάρ, Ρομπέρ — (Robert Maillart, Βέρνη 1872 – Ζυρίχη 1940). Ελβετός αρχιτέκτονας και πολιτικός μηχανικός. Διπλωματούχος του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Ζυρίχης, συνεργάστηκε με τον Φρανσουά Ενεμπίκ, τον πρωτοπόρο της χρησιμοποίησης του μπετόν αρμέ στην… …   Dictionary of Greek

  • Μπρολί, Λουί Βικτόρ ντε- — (Luis Victor de Broglie, Ντιέπ 1892 – 1987). Γάλλος θεωρητικός φυσικός, ιδρυτής της κυματομηχανικής. Διπλωματούχος φιλόλογος από το 1910, αφιερώθηκε στις επιστημονικές μελέτες με την καθοδήγηση του μεγαλύτερου αδελφού του Μορίς, επίσης ικανού… …   Dictionary of Greek

  • Ντέμλερ, Γκότλιμπ — (Gottlieb Daimler, Σόρντορφ, Βίρτεμπεργκ 1834 – Μπαντ Κάνστατ, Στουτγκάρδη 1900). Γερμανός μηχανικός και εφευρέτης. Διπλωματούχος του πολυτεχνείου της Στουτγκάρδης, εξασκήθηκε πρακτικά στη Μεγάλη Βρετανία και στη Γερμανία, όπου διηύθυνε τη… …   Dictionary of Greek

  • Ποντρέκα, Βιττόριο — (Podrecca). Ιταλός μαριονετίστας (Τσιβιντάλε ντελ Φριούλι, Ούντινε 1883 – Γενεύη 1959). Διπλωματούχος της νομικής, συνεργάστηκε και διηύθυνε μερικά ειδησεογραφικά μουσικοκριτικά περιοδικά· κατόπιν διορίστηκε γραμματέας στο Ωδείο της Αγίας… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»