-
1 διορισμός
[диоризмос] ουσ. а. назначение, определение, установление.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διορισμός
-
2 назначение
назначение с 1) ο καθορισμός 2) (врачебное) η εντολή, η συνταγή 3) (на должность) ο διορισμός ◇ место \назначениея о τόπος προορισμού* * *с1) ο καθορισμός2) ( врачебное) η εντολή, η συνταγή3) ( на должность) ο διορισμός••ме́сто назначе́ния — ο τόπος προορισμού
-
3 распределение
распределение с 1) (разделение) η διανομή, η κατανομή 2) (направление) о διορισμός* * *с1) ( разделение) η διανομή, η κα-τανομή2) ( направление) ο διορισμός -
4 назначение
1. (на должность, работу и т.п.) о διορισμόςη τοποθέτηση2. (предназначение) о προορισμόςη χρήσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > назначение
-
5 назначение
назнач||ениес1. (срока, цена и т. п.) ὁ καθορισμός·2. (на должность и т. п.) ὁ διορισμός·3. (врачебное) ἡ ἐντολή, ἡ συνταγή·4. (цель) ὁ προορισμός:поезд особого \назначениеения τραίνο εἰδικού προορισμοῦ· место \назначениеения ὁ τόπος προορισμοῦ. -
6 определение
определениес1. (действие) ὁ ὁρισμός, ὁ προσδιορισμός, ὁ καθορισμός / ὁ διορισμός (на службу)/ ἡ ἐγγραφή, ἡ κατάταξη [-ις] (в школу)·2. (научное) ὁ ὁρισμός, ὁ προσδιορισμός:точное \определение ὁ ἀκριβής ὁρισμός·3. (суда) ἡ ἀπόφαση[-ις] (δικαστηρίου)·4. грам. τό κατη-γορούμενον. -
7 утверждение
утверждениес1. (санкционирование) ἡ ἐγκριση [-ις], ἡ ἐπικύρωση [-ις]:\утверждение закона ἡ ἐπικύρωση νόμου· \утверждение в должности ἡ ἐγκριση διορισμού, ὁ διορισμός· дать на \утверждение προτείνω γιά ἐγκριση·2. (укрепление) ἡ ἐδραΙωση [-ις], ἡ στερέωση [-ις]:\утверждение советской власти ἡ ἐδραίωση τής σοβιετικής ἐξουσίας·3. (высказывание) ὁ ἰσχυρισμός, ἡ γνώμη:это неправильное \утверждение δέν εἶναι σωστός αὐτός ἰσχυρισμός. -
8 назначение
[ναζνατσιένιιε] ουσ. ο. καθορισμός, διορισμός, εντολή, συνταγή -
9 определение
[απριντιλιένιιε] ουσ. ο. ορισμός, προσδιορισμός, καθορισμός, διορισμός, εγγραφή, (γραμ.) κατηγορούμενο -
10 назначение
[ναζνατσιένιιε] ουσ ο καθορισμός, διορισμός, εντολή, συνταγή -
11 определение
[απριντιλιένιιε] ουσ ο ορισμός, προσδιορισμός, καθορισμός, διορισμός, εγγραφή, (γραμ) κατηγορούμενο -
12 конституирование
-я ουδ.καθιέρωση, καθορισμός• διορισμός. -
13 назначаемость
-и θ.διορισμός. -
14 назначение
-я ουδ.1. καθορισμός.2. διορισμός.3.,υπόδειξη•по -го врача με υπόδειξη του γιατρού.
4. προορισμός•пользовать по -го χρησιμοποιώ σύμφωνα με τον προορισμό.
εκφρ.место -я – τόπος προορισμού•для особого -я – ειδικού προορισμού. -
15 направление
-я ουδ.1. κατεύθυνση αποστολή• υποβολή• (κατευθυντήρια): γραμμή πορεία•направление главного удара κατεύθυνση του κύριου χτυπήματος•
направление ветра κατεύθυνση ανέμου•
в неизвестном -и σε άγνωστη κατεύθυνση•
менять направление αλλάζω κατεύθυνση.
2. ροπή• ρους τροπή, (μετά)στροφή. || ρεύμα, τάση•либеральное направление φιλελεύθερο ρεύμα•
реалистическое в искусстве η ρεαλιστική κατεύθυνση στην ίΡεχνη•
направление журнала η τάση του περιοδικού.
3. (στρατ.) τομέας του μετώπου•на южном -и фронта без перемен στο νότιο τμήμα του μετώπου αμετάβλητη η κατάσταση.
4. έγγραφο διορισμού, διορισμός φύλλο πορείας, δικαίωμα εισόδου•получить направление παίρνω διορισμό•
направление в дом отдыха φύλλο πορείας για το σπίτι ανάπαυσης.
-
16 определение
-я ουδ.1. καθορισμός, προσδιορισμός. || διασαφήνιση, διευκρίνηση, ξεκαθάρισμα.2. ορισμός, διατύπωση.3. σημείωση, διαγραφή, διάγραμμα.4. καθιέρωση. || χορήγηση, παροχή, δόσιμο. || προκαθορισμός.5. διορισμός, τοποθέτηση.6. (για συνθήκες περιβάλλοντος κ.τ.τ.) καθορισμός.7. απόφαση•-суда απόφαση δικαστηρίου.
8. (γραμμ.) προσδιορισμός•определение времени, места, образа действия χρονικός, τοπικός, τροπικός προσδιορισμός.
См. также в других словарях:
διορισμός — Πράξη του αρμόδιου οργάνου με την οποία ένα πρόσωπο τοποθετείται σε ένα δημόσιο λειτούργημα, μια δημόσια υπηρεσία ή την υπηρεσία ενός ιδρύματος, της τοπικής αυτοδιοίκησης κλπ. Για τους ιδιωτικούς φορείς συνήθως δεν χρησιμοποιείται ο όρος δ., αλλά … Dictionary of Greek
διορισμός — ο 1. τοποθέτηση σε θέση εργασίας: Περιμένει το διορισμό του σε σχολείο. 2. το έγγραφο του διορισμού: Ακόμη δεν ήρθε ο επίσημος διορισμός μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διορισμός — διόρισις distinction masc nom sg διορισμός division masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικηγόρος — Βοηθητικό πρόσωπο της δικαιοσύνης, που κατά τον ελληνικό νόμο έχει την ιδιότητα του άμισθου δημόσιου λειτουργού. Ωστόσο, το καθεστώς της επαγγελματικής του δραστηριότητας τον κατατάσσει, κατά κανόνα, πολύ κοντά στα άλλα ελεύθερα επαγγέλματα. Στη… … Dictionary of Greek
παράσταση — I Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παριστώ, η με αισθητό τρόπο απόδοση συγκεκριμένων ή αφηρημένων πραγμάτων. Π. λέγεται και η εξωτερική όψη ανθρώπου και ο τρόπος της εξωτερικής του εμφάνισης, το παρουσιαστικό του. Επίσης, η κοινωνική εμφάνιση… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… … Dictionary of Greek
Όθων — I (Σάλτσμπουργκ Βαυαρίας 1815 – Βαμβέργη 1867). Βασιλιάς της Ελλάδας (1833 1862), δευτερότοκος γιος του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου A’ και της Θηρεσίας, θυγατέρας του δούκα του Σάξεν Άλτενμπουργκ. Oρίστηκε βασιλιάς των Ελλήνων σε ηλικία 17… … Dictionary of Greek
Unterscheidung — Dieser Artikel wurde in der Qualitätssicherung Philosophie eingetragen. Artikel, die sich als nicht relevant genug herausstellen oder mittelfristig kein hinreichend akzeptables Niveau erreichen, können schließlich auch zur Löschung vorgeschlagen… … Deutsch Wikipedia
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
αναδιορισμός — Πολιτειακή πράξη με την οποία κάποιος τοποθετείται σε κρατική θέση που είχε άλλοτε και την έχασε. Ο Υπαλληλικός Κώδικας του 1999 (άρθρο 21) προβλέπει τον επαναδιορισμό και τη διαδικασία που απαιτείται. Συνήθως, επιτρέπεται μέσα σε μια πενταετία… … Dictionary of Greek
αρμοδιότητα — (Νομ.). Όριο μέσα στο οποίο κάθε δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις λειτουργίες του. Η α. διακρίνεται σε αστική και ποινική, ανάλογα με το αν αφορά τη λειτουργία της αστικής ή της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν την α. των… … Dictionary of Greek