-
1 командир
командирм ὁ διοικητής:\командир батареи ὁ δι,οικητής πυροβολαρχίας· \командир взвода ὁ διμοιρίτης, ὁ διοικητής διμοιρίας (οὐλα-μοῦ)· \командир Диви́зни ὁ μέραρχος, ὁ διοικητής μεραρχίας· \командир отделения ὁ ὁμαδάρχης· \командир полка ὁ συνταγματάρχης, ὁ διοικητής συντάγματος· \командир дивизиона ὁ ϊλαρχος· \командир ро́ты ὁ διοικητής λοχου. -
2 комендант
-а α.1. διοικητής•комендант крепости διοικητής φρουρίου•
комендант города στρατιωτικός διοικητής πόλης, φρούραρχος•
комендант гарнизона διοικητής φρουράς•
комендант лагеря διοικητής στρατοπέδου.
2. σταθμάρχης στρατιωτικός (ρυθμιστής κίνησης στρατευμάτων και οχημάτων).3. επιστάτης (θεάτρου, φυλακών κ.τ.τ.). -
3 командующий
команд||ующий1. прич. от командовать·2. м воен. ὁ ἀρχηγός, ὁ διοικητής:\командующийующий армией ὁ διοικητής στρατιάς, ὁ διοικητής στρατοῦ· \командующийующий флотом ὁ στόλαρχος, ὁ διοικητής τοῦ στόλου. -
4 командующий
командующий м о αρχηγός,о διοικητής* \командующий армией о διοι κητής στρατιάς* \командующий флотом о αρχηγός στόλου* * *мο αρχηγός, ο διοικητήςкома́ндующий а́рмией — ο διοικητής στρατιάς
кома́ндующий фло́том — ο αρχηγός στόλου
-
5 командир
-а α.διοικητής•командир взвода διοικητής διμοιρίας (διμοιρίτης)•
командир роты διοικητής λόχου•
командир корабли κυβερνήτης πλοίου ή πλοίαρχος.
|| διευθυντής•-ы производства οι διευθυντές (υπεύθυνοι) της παραγωγής.
-
6 откомандовать
-дую, -дуешьρ.σ. είμαι διοικητής, διοικώ•он -ал четыре года αυτός έκανε διοικητής τέσσερα χρόνια.
|| παύω να είμαι διοικητής. -
7 командир
командир м о διοικητής, ο αρχηγός ο κυβερνήτης (корабля, самолёта)* * *мο διοικητής, ο αρχηγός; ο κυβερνήτης (корабля, самолёта) -
8 начальник
начальник м о διοικητής, ο διευθυντής· \начальник станции о σταθμάρχης* \начальник отдела о διευθυντής του τμήματος* * *мο διοικητής, ο διευθυντήςнача́льник ста́нции — ο σταθμάρχης
нача́льник отде́ла — ο διευθυντής του τμήματος
-
9 главнокомандующий
главнокома́нд||ующийм ὁ ἀνώτατος διοικητής, ὁ ἀρχιστράτηγος:Верховный \главнокомандующийующий ὁ "Ανώτατος Διοικητής, ὁ 'Αρχιστράτηγος. -
10 комендант
комендантм1. воен. ὁ διοικητής:\комендант крепости ὁ φρούραρχος· \комендант города ὁ διοικητής φρουράς πόλεως, ὁ φρούραρχος τής πόλης·2. (здания) ὁ ἐπιστάτης:\комендант общежития ὁ ἐπιστάτης τής κοινοκατοι-κίας. -
11 комбат
-а α.1. διοικητής τάγματος.2. διοικητής πυροβολαρχίας. -
12 начальник
-а α.-ца, -ы θ διοικητής, αρχηγός• προϊστάμενος• διευθυντής• υπεύθυνος -гарнизона διοικητής της φρουράς (φρούραρχος)•-штаба αρχηγός του επιτελείου (επιλάρχης)•
начальник армии αρχηγός του στρατού - отдела (отделения) διευθυντής τμήματος (τμηματάρχης)•
начальник станции σταθμάρχης.
-
13 пристав
-а, πλθ. -а κ. παλ. -ы α.1. ο αστυνόμος•участковый ή частный пристав διοικητής αστυνομικού τμήματος•
становой пристав διοικητής χωροφυλακής.
2. επιστάτης, επιτηρητής, τοποτηρητής, επόπτης• επιτετραμμένος. -
14 шеф
-а α.1. ο προϊστάμενος, ο επικεφαλής• ο πάτρωνας. || παλ. διοικητής•шеф полка διοικητής συντάγματος.
2. πρώτος, επικεφαλής• шеф-повар ο αρχιμάγειρας.3. κηδεμόνας• αρωγός. -
15 администратор
ο διοικητής, ο διαχειριστής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > администратор
-
16 адмирал
ο ναύαρχος- флота ο στόλαρχος, ο διοικητής του στόλου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > адмирал
-
17 командир
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > командир
-
18 начальник
ο προϊστάμενοςο διοικητής. - смены - της βάρδιας/φυλακήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > начальник
-
19 порт
I. 1. (специально оборудованное место для стоянки, погрузки и разгрузки судов) το λιμάνι, ο λιμένας, (воздушный) о αερολιμέναςтерритория - а η περιοχή/ζώνη το - ού2. (приморский город со специально оборудованным местом для стоянки, погрузки и разгрузки судов) το λιμάνι. II.мор. (отверстие в борту судна или в фальшборте для прохода людей, для погрузки и разгрузки с нижней палубы) η θυρίδα, το πορτέλο (ξεν.), το άνοιγμα στην πλευρά του σκάφουςвходной - της εισόδου/επιβίβασηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > порт
-
20 управляющий
1. (направляющий, регулирующий) διοικητικός, της διοίκησης 2. (тот, кто руководит организацией, отделом и т.п.) о διοικητήςο διευθυντήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > управляющий
См. также в других словарях:
διοικητής — administrator masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοικητής — ο (AM διοικητής, Α και θηλ. διοικήτρια) [διοικώ] αυτός που διοικεί ή διευθύνει μια υπηρεσία νεοελλ. 1. «γενικός διοικητής» αυτός που διευθύνει γενική διοίκηση 2. «στρατιωτικός διοικητής» εκείνος που ασκεί τις έκτακτες εξουσίες που απορρέουν από… … Dictionary of Greek
διοικητής — ο αυτός που ενεργεί τη διεύθυνση κάποιας αρχής ή οργάνωσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Διοικητής, Κωνσταντίνος — (18ος αι.). Λόγιος. Με εντολή του ηγεμόνα της Βλαχίας, Στεφάνου Καντακουζηνού, παρακολούθησε προσωπικά την τουρκική εκστρατεία για την καταστολή του επαναστατικού κινήματος στην Πελοπόννησο. Για την εκστρατεία αυτή έγραψε ένα αξιόλογο χρονικό στη … Dictionary of Greek
σατράπης — Διοικητής επαρχίας στο αρχαίο περσικό κράτος. Παράλληλα προς τα διοικητικά του καθήκοντα ο σ. είχε και δικαστικές εξουσίες και φρόντιζε επίσης για τη συγκέντρωση και την αποστολή στο «μέγα βασιλέα» των φόρων της σατραπείας του. Επιπλέον ήταν… … Dictionary of Greek
Αφεντούλιεφ ή Αφεντούλης, Μιχαήλ — Διοικητής της Κρήτης στην Επανάσταση του 1821. Γεννήθηκε στη Νίζνα της Ρωσίας από Έλληνες γονείς. Όταν ο Δ. Υψηλάντης έδωσε εντολή στον Αλέξανδρο Κατακουζηνό να παραλάβει με άλλους αξιωματικούς το φρούριο της Μονεμβασιάς, τον συνόδευσε και ο Α. Ο … Dictionary of Greek
διοικηταῖς — διοικητής administrator masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοικηταί — διοικητής administrator masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοικητοῦ — διοικητής administrator masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοικητῇ — διοικητής administrator masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοικητήν — διοικητής administrator masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)