Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

διευθύνω

См. также в других словарях:

  • διευθύνω — διευθύνω, διηύθυνα και διεύθυνα βλ. πίν. 48 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διευθύνω — (AM διευθύνω) [ευθύνω] 1. κάνω κάτι ευθύ σ όλο του το μήκος, ισιώνω 2. κυβερνώ, διοικώ, έχω υπεύθυνη θέση, διευθύνω, κατευθύνω σ ένα σημείο νεοελλ. 1. στέλνω γράμμα, δέμα κ.λπ. στη διεύθυνση κάποιου 2. γράφω πάνω στο γράμμα τη διεύθυνση τού… …   Dictionary of Greek

  • διευθύνω — διεύθυνα, διευθύνθηκα 1. διοικώ: Διευθύνει το μεγαλύτερο πολυκατάστημα της πόλης. 2. στέλνω κάτι προς κάποια κατεύθυνση: Διεύθυνε το βέλος στο στόχο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διευθυνούσης — διευθύνω make fut part act fem gen sg (attic epic) διευθῡνούσης , διευθύνω make pres part act fem gen sg (attic epic ionic) διευθύνω make fut part act fem gen sg (attic epic) διευθῡνούσης , διευθύνω make pres part act fem gen sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διευθυνθείη — διευθύνω make aor opt pass 3rd sg διευθύνω make aor opt pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διευθυνθέντων — διευθύνω make aor part pass masc/neut gen pl διευθύνω make aor part pass masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διευθυνθήσεται — διευθύνω make fut ind pass 3rd sg διευθύνω make fut ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διευθῦναι — διευθύνω make aor inf act διευθύνω make aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουμαντάρω — διευθύνω, διοικώ, διατάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. comandare] …   Dictionary of Greek

  • διευθυνούσας — διευθυνούσᾱς , διευθύνω make fut part act fem acc pl (attic epic doric) διευθυνούσᾱς , διευθύνω make fut part act fem gen sg (doric) διευθῡνούσᾱς , διευθύνω make pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) διευθῡνούσᾱς , διευθύνω make …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διευθύνετε — διευθύ̱νετε , διευθύνω make aor subj act 2nd pl (epic) διευθύ̱νετε , διευθύνω make pres imperat act 2nd pl διευθύ̱νετε , διευθύνω make pres ind act 2nd pl διευθύ̱νετε , διευθύνω make aor subj act 2nd pl (epic) διευθύ̱νετε , διευθύνω make pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»