-
1 διευθυνω
-
2 διευθύνω
(αόρ. διηύθυνα) μετ.1) управлять, руководить (кем-чем-л.); направлять (кого-что-л.);διευθύν ορχήστρα — дирижировать оркестром;
διευθύνω επιχειρήσεις στρατεύματος — руководить военными операциями;
2) выправлять, исправлять;3) направлять, устремлять;διευθύνω τηλεβόλα κατά... — наводить орудия на...;
διευθύνω τό βλέμμα μου προς... — устремлять свой взор на...;
4) направлять, адресовать;διευθύνομαι — направляться; — устремляться
-
3 διευθύνω
[диэфтино] р управлять, руководить.
См. также в других словарях:
διευθύνω — διευθύνω, διηύθυνα και διεύθυνα βλ. πίν. 48 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διευθύνω — (AM διευθύνω) [ευθύνω] 1. κάνω κάτι ευθύ σ όλο του το μήκος, ισιώνω 2. κυβερνώ, διοικώ, έχω υπεύθυνη θέση, διευθύνω, κατευθύνω σ ένα σημείο νεοελλ. 1. στέλνω γράμμα, δέμα κ.λπ. στη διεύθυνση κάποιου 2. γράφω πάνω στο γράμμα τη διεύθυνση τού… … Dictionary of Greek
διευθύνω — διεύθυνα, διευθύνθηκα 1. διοικώ: Διευθύνει το μεγαλύτερο πολυκατάστημα της πόλης. 2. στέλνω κάτι προς κάποια κατεύθυνση: Διεύθυνε το βέλος στο στόχο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διευθυνούσης — διευθύνω make fut part act fem gen sg (attic epic) διευθῡνούσης , διευθύνω make pres part act fem gen sg (attic epic ionic) διευθύνω make fut part act fem gen sg (attic epic) διευθῡνούσης , διευθύνω make pres part act fem gen sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διευθυνθείη — διευθύνω make aor opt pass 3rd sg διευθύνω make aor opt pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διευθυνθέντων — διευθύνω make aor part pass masc/neut gen pl διευθύνω make aor part pass masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διευθυνθήσεται — διευθύνω make fut ind pass 3rd sg διευθύνω make fut ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διευθῦναι — διευθύνω make aor inf act διευθύνω make aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουμαντάρω — διευθύνω, διοικώ, διατάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. comandare] … Dictionary of Greek
διευθυνούσας — διευθυνούσᾱς , διευθύνω make fut part act fem acc pl (attic epic doric) διευθυνούσᾱς , διευθύνω make fut part act fem gen sg (doric) διευθῡνούσᾱς , διευθύνω make pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) διευθῡνούσᾱς , διευθύνω make … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διευθύνετε — διευθύ̱νετε , διευθύνω make aor subj act 2nd pl (epic) διευθύ̱νετε , διευθύνω make pres imperat act 2nd pl διευθύ̱νετε , διευθύνω make pres ind act 2nd pl διευθύ̱νετε , διευθύνω make aor subj act 2nd pl (epic) διευθύ̱νετε , διευθύνω make pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)