-
1 διετησιος
См. также в других словарях:
διετήσιος — διετήσιος, ον (Α) 1. αυτός που διαρκεί έναν ολόκληρο χρόνο 2. αυτός που γίνεται όλο τον χρόνο … Dictionary of Greek
διετήσιος — lasting through the year masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διετησίως — διετήσιος lasting through the year adverbial διετήσιος lasting through the year masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διετησίοις — διετήσιος lasting through the year masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διετησίου — διετήσιος lasting through the year masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διετησίους — διετήσιος lasting through the year masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διετήσια — διετήσιος lasting through the year neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ … Dictionary of Greek
διετής — ές (AM διετής, ές Α και διέτης, ες) 1. αυτός που διαρκεί δύο χρόνια 2. αυτός που έχει ηλικία δύο ετών νεοελλ. «διετής μαθητής» αυτός που φοιτά για δεύτερη χρονιά στην ίδια τάξη αρχ. διετήσιος … Dictionary of Greek