Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

διετήσιος

См. также в других словарях:

  • διετήσιος — διετήσιος, ον (Α) 1. αυτός που διαρκεί έναν ολόκληρο χρόνο 2. αυτός που γίνεται όλο τον χρόνο …   Dictionary of Greek

  • διετήσιος — lasting through the year masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διετησίως — διετήσιος lasting through the year adverbial διετήσιος lasting through the year masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διετησίοις — διετήσιος lasting through the year masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διετησίου — διετήσιος lasting through the year masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διετησίους — διετήσιος lasting through the year masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διετήσια — διετήσιος lasting through the year neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • διετής — ές (AM διετής, ές Α και διέτης, ες) 1. αυτός που διαρκεί δύο χρόνια 2. αυτός που έχει ηλικία δύο ετών νεοελλ. «διετής μαθητής» αυτός που φοιτά για δεύτερη χρονιά στην ίδια τάξη αρχ. διετήσιος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»