-
1 διαφεροντως
1) иначе, по-иному(δ. ἢ ἐν τῷ πρόσθεν χρόνῳ Plat.)
2) выше, больше(τῶν ἄλλων Ἀθηναίων ἁπάντων Plat.)
3) в высшей степени, чрезвычайно(ἀδικεῖσθαι Thuc.; τιμᾶσθαι Arst.; δ. φιλότεκνος Plut.)
1 διαφεροντως
(δ. ἢ ἐν τῷ πρόσθεν χρόνῳ Plat.)
(τῶν ἄλλων Ἀθηναίων ἁπάντων Plat.)
(ἀδικεῖσθαι Thuc.; τιμᾶσθαι Arst.; δ. φιλότεκνος Plut.)