Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δια-τίθημι

  • 1 διατιθημι

        1) раскладывать, располагать, размещать, расставлять
        

    (τὸ μὲν ἐπὴ δεξιά, τὸ δ. ἐπ΄ ἀριστερά Her.)

        2) разливать
        3) устраивать, учреждать

    (τὰ ὄντα Xen.; ἀγῶνας Xen., Arst., Plut.; Διονύσια Arst.)

    ; med. устанавливать, составлять
        

    (νόμους Plat.; διαθήκην Arph. и διαθήκας Lys.)

        4) направлять, вести
        καλῶς διατεθεῖσθαι Plut.быть хорошо использованным

        5) med. завещать
        

    (τέν οὐσίαν τινί Isae. и τὰ ἑαυτοῦ Plat.)

        ἂν ἀποθάνῃ μέ διαθέμενος Arst. — если он умрет, не оставив завещания

        6) приводить в (то или иное) состояние, делать
        

    καλὸν πρᾶγμα κακῶς διαθεῖναι Dem. — испортить хорошее дело;

        ἀπόρως διατεθείς Lys. — поставленный в безвыходное положение;
        ἐρωτικῶς διατίθεσθαι Plat. — быть влюбленным;
        τινὰ εὖ διαθεῖναι πρός τινα Arst.расположить кого-л. в чью-л. пользу;
        τὸν ἀκροατέν διαθεῖναί πως Arst. — привести слушателя в то или иное настроение;
        διαθεῖναι ὁμοίως τινά Plut. — склонить к своему мнению, т.е. убедить кого-л.;
        ἐμπαθέστερον διατεθείς Plut. — огорченный;
        ἀνόμως διαθεῖναι τέν πόλιν Isocr. — сделать город жертвой беззаконий;
        δεινῶς διατεθῆναι τυπτόμενος Luc.жестоко избитый

        7) med. распоряжаться
        

    διαθέσθαι τινά Xen.распорядиться кем-л. (по своему усмотрению)

        8) med. улаживать
        9) med. публично читать
        

    (λόγους Polyb., Diod., Plut.)

        τῇ λέξει διαθέσθαι τι Arst.изложить что-л. в литературной форме

        10) med. выставлять на продажу
        

    (τι Her., Xen., Isocr., Plat., Arst.)

        δ. τι τριπλασίας τιμῆς Dem.продавать что-л. втрое дороже

    Древнегреческо-русский словарь > διατιθημι

  • 2 διαθήκη

    διαθήκη η
    1) завещание;
    2) завет
    Этим.
    дргр. < διατίθημι < δια- + τίθημι «ставить, назначать». Это слово использовалось в Септуагинте для перевода евр. berith «союз, соглашение», описывая главным образом особое отношение Бога с народом Израиля

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > διαθήκη

См. также в других словарях:

  • θέση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος ή γνώμη για κάποιο θέμα. (Moυσ.) Όρος της αρχαίας και της σύγχρονης μετρικής και μουσικής. Στη μετρική, θ. ονομάζεται το ισχυρό μέρος του μέτρου, το οποίο τονίζεται, σε αντίθεση με το ασθενές που δεν τονίζεται και… …   Dictionary of Greek

  • διαθέτω — (AM διατίθημι, Μ και διαθέτω) 1. τοποθετώ, διευθετώ, τακτοποιώ πράγματα με ορισμένη τάξη 2. έχω κάτι στην κατοχή μου και μπορώ σε κάθε στιγμή να τό χρησιμοποιήσω όπως θέλω 3. εκθέτω κάτι για πώληση 4. θέτω σε ενέργεια, χρησιμοποιώ (γνωριμίες,… …   Dictionary of Greek

  • επιδιατίθημι — ἐπιδιατίθημι (Α) 1. διευθετώ («μετὰ τοῡτο... μονομαχίαν ἐπιδιέθηκε») 2. μέσ. επιδιατίθεμαι καταθέτω παρακαταθήκη, ενέχυρο ως εγγύηση για να κάνω κάτι («ἐπιδιαθέμενος ἀργύριον ἐάν μὴ ὀμόσῃ τὸν ὅρκον», Δημοσθ.) 3. καταθέτω ένα ποσό για να παίξω… …   Dictionary of Greek

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

  • μέσο — και μέσον, το (ΑM μέσον, Μ και μέσο και μεσόν, Α επικ. και ποιητ. τ. μέσσον) 1. κεντρικό σημείο ανάμεσα σε πολλά άτομα ή πράγματα, ο χώρος ανάμεσά τους, το κέντρο («το μέσο τής πλατείας») 2. το μεταξύ δύο ή περισσότερων τοπικών ορίων σημείο το… …   Dictionary of Greek

  • χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …   Dictionary of Greek

  • ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε …   Dictionary of Greek

  • οιωνός — Σημείο της θέλησης των θεών στους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους, από την οποία αυτοί εξαρτούσαν κάθε σημαντική δράση. Για να αντιληφθούν τη θεϊκή θέληση βασίζονταν κυρίως στο πέταγμα και στις φωνές των πουλιών (οιωνών), όπως για παράδειγμα ο… …   Dictionary of Greek

  • παρατίθημι — δωρ. και ποιητ. τ. παρτίθημι, μτγν. τ. παρατίθω, ΜΑ 1. θέτω, τοποθετώ κοντά ή μπροστά σε κάποιον 2. παραθέτω, προσφέρω, σερβίρω φαγητό (α. «ἀφοῡ δὲ παραθέσουσι καὶ νίψεται καὶ κάτζει», Πρόδρ. β. «θεὰ παρέθηκε τράπεζαν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. θέτω… …   Dictionary of Greek

  • πόνος — Δυσάρεστη αίσθηση, στη γένεση της οποίας γίνεται αποδεκτή η συμμετοχή περιφερειακών νευρικών στοιχείων ποικίλης διαφοροποίησης, και κεντρικών νευρικών στοιχείων, τα οποία συντονίζουν τα ερεθίσματα που προέρχονται από την περιφέρεια. Ένα επώδυνο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»