-
1 δια-τριβή
δια-τριβή, ἡ, das Zerreiben, bes. das Verbrauchen der Zeit; – a) Verzögerung; διατριβὴν χρόνου ἐμποιεῖν, Thuc. 3, 38, wie Hdn. 3, 14, 9; ἐμβάλλειν, Plut. Nic. 20; διατριβῆς ἐγγινομένης, Thuc. 8, 9; Hdn. öfter; διατριβὴν ἔχειν, von Sachen, die Zeit erfordern, Plut. Pericl. 12; Luc. D. mar. 6, 2. Aehnl. δ. ἔσται ἀμφὶ ταῦτα Xen. Cyr. 6, 1, 20; διατριβὴν ποιεῖσϑαι, zögern, Ggstz σπεύδειν, Isocr. 4, 164; dah. geradezu = Zögerung, tadelnd, Xen. Hell. 6, 5, 89. – Vom Orte, wo man verweilt, Plat. Charm. 153 a. – b) Verwenden der Zeit auf eine Beschäftigung, Studium; διατριβὰς ποιεῖσϑαι περί τι, Lys. 16, 11; ἡ περὶ ταῦτα διατριβή Plat. Soph. 225 d; ᾡ περὶ Διόνυσον καὶ Ἀφροδίτην πᾶσα ἡ δ. Conv. 177 e; οὐκ ἀφανεῖς διατριβὰς διατρίβω Aesch. 1, 121; u. so Folgde gew.; πρός τι, Aesch. 2, 38; ἐπί τινι, Ar. Ran. 1498; οἷς ἡ δ. ἐπὶ ταῖς τῶν πέλας ἁμαρτίαις Arist. rhet. 2, 6, von den κωμῳδοποιοί – Uebh. = Lebensart; Xen. Apolog. 30; Leben, ἐν ἄστει, Sp. Auch = Unterredung; Plat. Phaedr. 227 b; vgl. διατριβὰς μετ' ἀλλήλων διέτριβον, Umgang, Aesch. 1, 147; Unterricht, Isocr. 12, 19; Vorlesung, Luc. Nigr. 25. – c) Zeitvertreib, Ergötzlichkeit; δ. καὶ γέλωτα παρέχειν τινί Aesch. 1, 175; vgl. Plut. Alc. 13; διατριβὴν παρεῖχον εἰ c. opt. Timol. 11; συμποσίου διατριβὴν ἐξεῦρε Alexis Ath. XIV, 642 c; Vergnügungsort, Plut. Flam. 3. – d) feindliche Reibung, Zwist; πολιτικαί Dion. Hal. 10, 15.
-
2 προς-δια-τριβή
προς-δια-τριβή, ἡ, das Verweilen wobei, Sp.
-
3 παρα-δια-τριβή
παρα-δια-τριβή, ἡ, unnütze Beschäftigung, N. T.
-
4 συν-δια-τριβή
συν-δια-τριβή, ἡ, das mit einander Hinbringen der Zeit, Sp.
-
5 τριβη
дор. τρῐβά (ᾱ) ἥ1) расточение, уничтожение, истребление(βίου, κτεάνων Aesch.)
2) упражнение, тж. практика, опыт, навыкδιὰ τέν τριβέν ἱκανός Xen. — искусный благодаря опыту, опытный;
ἄτεχνος τ. Plat. — лишенная искусства, т.е. механическая практика, рутина;τριβέν ἐν τοῖς πολεμικρῖς ἔχειν Polyb. — обладать опытом в военном деле;τέν πολιμικέν ἀρετέν ἐν τριβῇ ἔχειν Plut. — упражнять (свое) воинское мастерство3) предмет заботы, заботаἡ ἐμῆς ψυχῆς τ. Aesch. — предмет моих душевных забот
4) откладывание, отсрочка, задержкаἐγίνετο τ. τοῦ χρόνου Plut. — вышла затяжка во времени;
οὐ μακροῦ χρόνου τ. Soph. — короткое время;μή τριβὰς ἔτι! Soph. — довольно проволочек!;ἐς τριβὰς ἐλᾶν Soph. — искать отсрочек, тянуть (с ответом);τριβέν λαμβάνειν Polyb. — затягиваться, тянуться5) времяпрепровождение Aesch.οὐκ ἄχαρις ἐς τέν τριβέν (ὅ βίος) Arph. — не лишенная приятности жизнь
-
6 τριβή
τρῐβ-ή, ἡ,A rubbing:—mostly metaph.:I rubbing down, wearing away, wasting,τριβᾷ βίου A.Ag. 465
(lyr.);κτεάνων τριβάς Id.Ch. 943
(lyr., sed leg. τριβᾶς); wear and tear of fixtures in a house, BGU1116.26 (i B. C.).II practice, opp. theory, Hp. Praec.1, X.An.5.6.15; study,τ. καὶ ἱστορία τῶν πόλεως πραγμάτων Metrod.Fr.27
, cf. Phld.Rh.1.121 S., Po.5.20, al.; also, mere practice, routine, opp. true art,οὐκ ἔστι τέχνη, ἀλλ' ἄτεχνος τ. Pl.Phdr. 260e
; τριβῇ καὶ ἐμπειρίᾳ, opp. τέχνῃ, ib. 270b, cf. Grg. 463b, Gal.6.143; τριβῇ ζητεῖν, opp. μεθόδῳ, Arist. SE 184b2;τριβὴν ἔχειν τινός Damox. 1.10
, D.S.16.15;τ. ἐν τοῖς πολεμικοῖς ἔχειν Plb.1.32.1
;ἀρετὴν ἔχειν ἐν χρήσει καὶ τριβῇ Plu.Phil.13
;διὰ τῆς ἐν τοῖς ἔργοις σπουδαιοτέρας τριβῆς καὶ συγγυμνασίας Sor.1.3
.III that about which one is busied, the object of care, anxiety, or love,Ορέστην, τὴν ἐμῆς ψυχῆς τριβήν A.Ch. 749
.2 occupation,μειράκιον.. οὐκέτι ἔπεμπες ἐπὶ τὰ διδασκαλεῖα καὶ τὰς προσηκούσας τοῖς νεανίαις τριβάς POxy.471.115
(ii A. D.).IV of Time, spending,οὐ μακροῦ χρόνου τ. S.Ant. 1078
, cf. Fr. 664; ; ἀξίαν τριβὴν ἔχει 'tis time well spent, A.Pr. 639; [βίος] οὐκ ἄχαρις ές τὴν τριβήν a pleasant enough life in the spending, Ar.Av. 156.2 delay, ἐς τριβὰς ἐλᾷ seeks delays, S.OT 1160;πορίζεις τριβάς Ar.Ach. 385
(lyr.); and with the Verb omitted, μὴ τριβὰς ἔτι no more delays, S.Ant. 577;τριβῆς ἕνεκα καὶ ἀνοκωχῆς Th.8.87
;μετὰ τ. πάσης Pl. Ep. 344b
;ὁ πόλεμος τριβὴν λαμβάνει Plb.1.20.9
. -
7 διατριβή
δια-τριβή, ἡ, das Zerreiben, bes. das Verbrauchen der Zeit; (a) Verzögerung; διατριβὴν ἔχειν, von Sachen, die Zeit erfordern; διατριβὴν ποιεῖσϑαι, zögern, Ggstz σπεύδειν; dah. geradezu = Zögerung, tadelnd. Vom Orte, wo man verweilt. (b) Verwenden der Zeit auf eine Beschäftigung, Studium. Übh. = Lebensart; Leben. Auch = Unterredung; διατριβὰς μετ' ἀλλήλων διέτριβον, Umgang; Unterricht; Vorlesung. (c) Zeitvertreib, Ergötzlichkeit; Vergnügungsort. (d) feindliche Reibung, Zwist -
8 διατριβη
ἥ1) (тж. δ. χρόνου Thuc.) промедление, задержкаδιατριβῆς γιγνομένης Thuc. — так как произошла задержка;
μηδεμίαν ποιεῖσθαι διατριβήν Isocr. — не терять времени;2) времяпрепровождение, занятиеδιατριβὰς ποιεῖσθαι ἐπί τι Lys. — проводить время в чем-л.;
ἀφανεῖς διατριβὰς διατρίβειν Aeschin. — заниматься неизвестными делами3) образ жизни(δουλοπρεπής Xen.; ἐν τῷ ὑγρῷ или ἐν ὕδατι, ἐπὴ τῶν πετρῶν Arst.; διατριβαὴ καὴ δίαιται ἐλευθέριοι Plut.)
4) беседа(διατριβὰς μετ΄ ἀλλήλων διατρίβειν Aeschin.; διαλεκτικὰς ποιεῖσθαι τὰς διατριβάς Arst.)
τίς οὖν δέ ἦν ἥ δ. ; Plat. — о чем же это шла беседа?5) развлечение, забава(διατριβέν παρέχειν τινί Aeschin., Plut.)
6) место увеселений7) обучение, школа -
9 παραδιατριβή
παρα-δια-τριβή, ἡ, unnütze Beschäftigung -
10 προςδιατριβή
προς-δια-τριβή, ἡ, das Verweilen wobei -
11 συνδιατριβή
συν-δια-τριβή, ἡ, das mit einander Hinbringen der Zeit -
12 испытание
1. (проверка) η δοκιμ/ή, η δοκιμασία, η εξέταση, το πείραμα· *вы-держать - περνώ από εξετάσεις/δοκιμές- может иметь один (и только один) исход - μπορεί να έχει ένα (και μόνο ένα) αποτέλεσμαбуксировочное - (в опытовом бассейне) мор. - ρυμούλκησης (σε δεξαμενή προτύπων)гидравлическое - υδραυλική -, υδροστατική -государственные - я κρατι-κές/επίσιμες - έςдиагностическое (вчт.элн.) - διαγνωστικές -динамометрическое - маш. δυ-ναμομετρική -наземное - (ав.косм.) επίγεια -- на лабораторном макете (элн.) - πάνω στο εργαστηριακό ομοίωμα- на плотность (соединений швов и т.п.) - στεγανότητας (των ενώσεων, ραφών κ.λπ.)- на свариваемость (мет.кож.) - (συγκόλλησης- на стойкость к микроорганизмам текст. - αντοχής στους μικροοργανισμούς- на электрическую прочность под напряжением - της ηλεκτρικής αντοχής υπό φορτίοпредварительное - προκαταρκτική/δοκιμαστική -предпусковое - οι δοκιμές (πριν από την επίσημη εκκίνηση/έναρξη λειτουργίας)пропульсивное мор. - της πρόωσηςскоростное мор. - της ταχύτητας2. (авто) η δοκιμήπορείας 3. мор. η δοκιμ/ήманёвренное мор. - ελιγμώνшвартовные и ходовые-я ο δοκιμαστικός πλους, οι δοκιμές θαλάσσης (του σκάφους), разг. τα δοκιμαστικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > испытание
-
13 Time
subs.Time of day: P. and V. ὥρα, ἡ; hour.What time is it? Ar. and P. πηνίκα ἐστί;About what time died he? Ar. πηνίκʼ ἄττʼ ἀπώλετο; (Av. 1514).Time of life: Ar. and P. ἡλικία, ἡ, V. αἰών, ὁ.Occasion: P. and V. καιρός, ὁ.Time for: P. and V. ὥρα, ἡ (gen. or infin.), καιρός, ὁ (gen. or infin.), ἀκμή, ἡ (gen. or infin.).Leisure: P. and V. σχολή, ἡ.Want of time: P. ἀσχολία, ἡ.There is time, opportunity, v.: P. ἐγχωρεῖ.After a time, after an interval: P. and V. διὰ χρόνου.Eventually: P. and V. χρόνῳ, V. χρόνῳ ποτέ, σὺν χρόνῳ, ἐν χρόνῳ. Seeing my friend after a long time: V. χρόνιον εἰσιδὼν φίλον (Eur., Cr. 475).As time went on: P. χρόνου ἐπιγιγνομένου (Thuc. 1, 126).At another time: P. and V. ἄλλοτε.At times, sometimes: P. and V. ἐνίοτε (Eur., Hel. 1213), V. ἔσθʼ ὅτε, P. ἔστιν ὅτε.At one time: see Once.At one time... at another: P. and V. τότε... ἄλλοτε, Ar. and P. τότε μέν... τότε δέ, ποτὲ μεν... ποτὲ δέ.At times I would have ( food) for the day, at others not: V. ποτὲ μὲν ἐπʼ ἦμαρ εἶχον, εἶτʼ οὐκ εἶχον ἄν (Eur., Phoen. 401).At the time of: P. παρά (acc.).To enforce the punishment due by law at the time of the commission of the offences: P. ταῖς ἐκ τῶν νόμων τιμωρίαις παρʼ αὐτὰ τἀδικήματα χρῆσθαι (Dem. 229).At that time: see Then.At what time? P. and V. πότε;For a time: P. and V. τέως.For the third time: P. and V. τρίτον, P. τὸ τρίτον.From time immemorial: P. ἐκ παλαιτάτου.From time to time: P. and V. ἀεί.In time, after a time: P. and V. διὰ χρόνου, χρόνῳ, V. χρόνῳ ποτέ, σὺν χρόνῳ, ἐν χρόνῳ.At the right moment: P. and V. καιρῷ, ἐν καιρῷ, εἰς καιρὸν, καιρίως (Xen.), εἰς δέον, ἐν τῷ δέοντι, ἐν καλῷ, εἰς καλόν, V. πρὸς καιρόν, πρὸς τὸ καίριον, ἐν δέοντι; see Seasonably.They wanted to get the work done in time: P. ἐβούλοντο φθῆναι ἐξεργασάμενοι (Thuc. 8, 92).In the time of: Ar. and P. ἐπί (gen.).Lose time, v.: see waste time.Save time: use P. and V. θάσσων εἶναι ( be quicker).Take time, be long: P. and V. χρονίζειν, χρόνιος εἶναι,involve delay: use P. μέλλησιν ἔχειν.It will take time: P. χρόνος ἐνέσται.Waste time, v.: P. and V. μέλλειν, χρονίζειν,σχολάζειν,τρίβειν, βραδύνειν, Ar. and P. διατρίβειν: see Delay.Times, the present: P. and V. τὰ νῦν, P. τὰ νῦν καθεστῶτα.Many times: P. and V. πολλάκις.Three times: P. and V. τρίς.A thousand times wiser: V. μυρίῳ σοφώτερος (Eur., And. 701); see under thousand.How many times as much? adj.: P. ποσαπλάσιος; four times as much: P. τετραπλάσιος, τετράκις τοσοῦτος (Plat., Men. 83B).Four times four are sixteen: P. τεττάρων τετράκις ἐστὶν ἑκκαίδεκα (Plat., Men. 83C).How many feet are three times three? τρεῖς τρὶς πόσοι εἰσὶ πόδες; (Plat., Men. 83E).——————subs.Rhythm: P. and V. ῥυθμός, ὁ.Keeping time, adj.: Ar. and P. εὔρυθμος.Give the time ( to rowers), v.: P. κελεύειν (dat.).——————v. trans.Measure: P. and V. μετρεῖν.Well-timed, adj.: see Timely.Ill-timed: P. and V. ἄκαιρος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Time
-
14 ἐμ-πειρία
ἐμ-πειρία, ἡ, Erfahrung; γεραιτέρων Xen. Lac. 5, 5; Eur. Phoen. 529 u. A.; Kenntniß, die sich auf Erfahrung gründet, bes. im Ggstz der Theorie u. wissenschaftlichen Einsicht, z. B. von der Redekunst, οὐκ ἔστι τέχνη, ἀλλ' ἐμπειρία καὶ τριβή Plat. Gorg. 463 b; vgl. Phaedr. 270 b; ἐπιστήμῃ, οὐκ ἐμπειρίᾳ οἰκείᾳ κεχρημένον Rep. III, 409 b, wie IV, 422 c; ἡ περὶ τὰ τοιαῦτ' ἐμπ. καὶ σκέψις γεγονυῖά μοι Legg. XII, 968 b; auch vom Arzt, τῶν ταῖς ἐμπειρίαις ἄνευ λόγου (empirisch, nicht rationell) τὴν ἰατρικὴν μεταχειριζόντων IX, 857 c; ἡ ἐκ πολλοῦ ἐμπ., im Ggstz von ἡ δι' ὀλίγου μελέτη, Thuc. 2, 85; Pol. setzt μεϑοδικὴ ἐμπ. der ἀπειρία καὶ ἄλογος τριβή entgegen, 1, 84, 6; so auch bei Anderen »Kenntniß«, im plur. Isocr. 3, 18; ἔκ τινος γενόμεναι 4, 174; τῶν πραγμάτων, τοῦ πολεμεῖν, Antiph. 5, 1 Dem. 1, 28; ἡγεμονική, des Feldherrn, Pol. 10, 22, 4; ναυτική Plut. Pericl. 11; ἡ διὰ τόξων ἐμπ. Hdn. 4, 10, 7.
-
15 κεῖμαι
Aκεῖσαι Il.19.319
, etc. (κατά-κειαι h.Merc. 254
, Arc. κεῖοι Tab.Defix. in Philol.59.201),κεῖται Il.6.47
, Hdt.1.9,4.62 (v.l. κέεται), IG 12.94.25; pl. , [dialect] Ion.κέᾰται Il.11.659
, al., Hdt. ( προς-κέανται is f.l. 1.133, cf. προς-κέαται, v.l. - κέονται, Hp.Fract.6),κείᾰται Mimn.11.6
( κατα- Il.24.567),κέονται Il.22.510
, Od.16.232, prob. in Alc.94,συγ-κέονται Aret.SD2.4
; imper. κεῖσο, κείσθω, Il.18.178, Hdt.2.171; subj. [ per.] 3sg. , Lycurg.113, [dialect] Ep. κεῖται (fr. κέψ-ε-ται) Il.19.32, Od.2.102, al.,δια-κέησθε Isoc.15.259
,κείωνται IG22.1176.21
; opt. [ per.] 3sg.κέοιτο Hdt.1.67
, Hp.Art.14 ( κατα-), Is.6.32, Pl.R. 477a; inf.κεῖσθαι Il.8.126
, Hp.Prog.3, Hdt.2.127, al., κέεσθαι v.l.in ib.2, cf.Hp.Aër.6, Archim. Aequil.1 Prooem.; part.κεί μενος Il.7.265
, etc.: [tense] impf.ἐκείμην Od.13.284
, etc., [dialect] Ep.κείμην 9.434
; [dialect] Ep. [ per.] 3sg.κέσκετο 21.41
, ( παρε-) 14.521; [dialect] Ion. [ per.] 3pl.ἐκέατο Hdt.1.167
, [dialect] Ep.κέατο Il.13.763
,κείατο 11.162
;κεῖντο 21.426
, ( ἐπέ-) Od.6.19: [tense] fut.κείσομαι Il.18.121
, A.Ch. 895, etc., [dialect] Dor.κεισεῦμαι Theoc.3.53
. (Cf. Skt. śéte ( = κεῖται), also śáyate 'lie', Gr. κοίτη, κοιμάομαι, perh. Lat. cunae, etc.):— to be laid (used as [voice] Pass. to τίθημι): hence, lie, lie outstretched, used by Hom. mostly with Preps.,πυρὴν.. ᾗ ἔνι κεῖται Πάτροκλος Il.23.210
;κεῖτο παρὰ μνηστῇ ἀλόχῳ 9.556
;ἐπὶ γαίῃ 11.162
;ὑπ' αἰθούσῃ Od.21.390
; alsoἐπί τινος, ὀστέα.. κείμεν' ἐπ' ἠπείρου 1.162
;τὸ δ' ἥμισυ κεῖτ' ἐπὶ γαίης Il.13.565
, cf. 20.345; but ὁ δ' ἐπ' ἐννέα κεῖτο πέλεθρα lay stretched over.., Od.11.577, al.; later κεῖσθαι εἰς .., in pregnant sense,εἰς ἀνάγκην κείμεθ' E.IT 620
;εἰς ὀλίγην κ. κόνιν AP9.677
(Agath.); also ἐπὶ τὴν ὁδὸν κ. to be strewn upon the path, Call.Iamb.1.250: Archit., κείμενον σχῆμα, opp. ὠρθωμένον, plan, opp. elevation, Apollod.Poliorc.163.3: c.acc.,τόπον.. ὅντινα κεῖται S.Ph. 145
(anap.).2 lie down to rest, repose, Od.13.281, etc.;πορφυρέᾳ κείμενος ἐν χλανίδι Simon.37.12
; lie, remain,κεῖτο γὰρ ἐν νήεσσι.. Ἀχιλλεύς Il.2.688
, cf. 7.230, etc.;οὐ χρῆν ἥσυχον κεῖσθαι πόδα S.Fr.142.13
; lie still, λασίην ὑπὸ γαστέρ' ἐλυσθεὶς κείμην, of Odysseus under the ram's belly, Od.9.434: metaph., κακὸν κείμενον a sleeping evil, S.OC 510 (lyr.);τοῦ κύματος κειμένου Ael.NA15.5
.3 lie sick or wounded, ἐν νήσῳ κεῖτο, of Philoctetes, Il.2.721, cf. 15.240;κείσεται οὐτηθείς 8.537
, cf. 11.659; ;κεῖτ' ὀλιγηπελέων Od.5.457
; lie in misery, ;κεῖται ἐν ἄλγεσι θυμός 21.88
, cf. S.Ph. 183 (lyr.);κ. ἐν κακοῖς E.Ph. 1639
, Hec. 969; κειμένῳ ἐπεμπηδᾶν to kick him when he's down, Ar.Nu. 550.4 lie dead, Il.5.467, 16.541, al., A.Ag. 1438, 1446, S.Ph. 359;κεῖται δὲ νεκρὸς περὶ νεκρῷ Id.Ant. 1240
: rare in Prose,χίλιοι.. νεκροὶ κείμενοι Hdt.8.25
, cf. Hdn. 2.1.8.b freq. also in epitaphs, lie buried,τῇδε κείμεθα Simon. 92
, cf. 97; ; alsoκ. ἐν Ταρ τάρῳ Pi.P.1.15
; ἐν τάφῳ, ἐν Ἅιδου, παρ' Ἅιδῃ, A.Ch. 895, S.El. 463, OT 972; also in Prose,τὸν χῶρον ἐν τῷ κέοιτο Ὀρέστης Hdt.1.67
, cf. 4.11,9.105, Th.2.43; κ.ὑπό τινων to be buried by.., Plu.2.583c.5 freq. of a corpse, lie unburied, Il.18.338, 19.32;κεῖται.. νέκυς ἄκλαυτος ἄθαπτος 22.386
; ; also κεῖτ' ἀπόθεστος.. ἐν πολλῇ κόπρῳ lay uncared for, of the old hound of Odysseus, Od.17.296;εὐνὴ.. κάκ' ἀράχνια κεῖται ἔχουσα 16.35
; of places, lie in ruins,δόμοι.. χαμαιπετεῖς ἔκεισθ' ἀεί A.Ch. 964
(lyr.), cf. Pl.R. 425a, Lyc.252.6 of wrestlers, have a fall, A.Eu. 590;πεσών γε κείσομαι Ar.Nu. 126
.II of places, to be situated, lie,νῆσος ἀπόπροθεν εἰν ἁλὶ κεῖται Od.7.244
, cf. 9.25, 10.196, etc.; ἐν τῇ [γῇ] κείμενά ἐστι τὰ Σοῦσα (for κεῖται) Hdt.5.49;Αἴγινα.. πρὸς νότου κ. πνοάς A.Fr. 404
;πρὸ Μεγάρων κ. Th.3.51
;πόλις αὐτάρκη θέσιν κειμένη Id.1.37
; Aër.6, cf. Arist. HA 496a14; κ. πρὸς τὸν ἥλιον, πρὸς ἄρκτον, Id.Mete. 360b14, 363a3.2 of things, lie or be in a place,ὅθι οἱ φίλα δέμνι' ἔκειτο Od.8.277
; ἕλε δίφρον κείμενον placed there, 17.331, cf. 410;φόρμιγγα.., ἥ που κεῖται ἐν ἡμετέροισι δόμοισι 8.255
: in Prose,δύο τράπεζαι ἐκείσθην Lys.13.37
;χύτρας εὐκρινῶς κειμένας X.Oec.8.19
.III to be laid up, in store, of goods, property, etc.,δόμοις ἐν κτήματα κεῖται Il.9.382
;πολλὰ δ' ἐν ἀφνειοῦ πατρὸς κειμήλια κ. 6.47
; βασιλῆϊ δὲ κεῖται ἄγαλμα is reserved.., 4.144; μνῆμα ξείνοιο.. κέσκετ' ἐνὶ μεγάροισι was left lying.., Od.21.41; of things dedicated to a god,κ. ἐν θησαυρῷ Hdt.1.51
, cf. 52, Alc.94; of money, κείμενα deposits, Hdt.6.86.ά; κ. σοι εὐεργεσία ἐν τῷ ἡμετέρῳ οἴκῳ Th.1.129
, cf. SIG22.15 (Epist. Darei), Pl.R. 345a; πολλὰ χρήματα ἐπὶ τῇ τούτου τραπέζῃ κεῖταί μοι at his bank, Isoc.17.44; ; τἀργύριόν σοι κείσεται the caution-money shall be deposited, Ar.Ra. 624; δραχ μὴν ὑπόθες.—Answ.κεῖται πάλαι Diph.73.2
: metaph., εἰ ταῦτ' ἀνατὶ τῇδε κείσεται κράτη shall be placed to her credit, S.Ant. 485, cf. Pi.I. 5(4).18.2 to be set up, ordained,ἄεθλα κεῖτ' ἐν ἀγῶνι Il.23.273
, cf. Hdt.8.26,93, Th.2.46;ὅπλων ἔκειτ' ἀγὼν πέρι S.Aj. 936
(lyr.).3 of laws, κεῖται νόμος the law is laid down, E.Hec. 292; ; ; οἱ νόμοι οἱ κείμενοι the established laws, Ar.Pl. 914, cf. Lys.1.48, etc.;οἱ ὑπὸ τῶν θεῶν κείμενοι νόμοι X.Mem. 4.4.21
;οἱ νόμοι οἱ ὑπὸ οἱ τῶν βασιλέων κείμενοι Isoc.1.36
, cf. D.24.62; ; αἱ κείμεναι ὑπὸ τῶν ὑπατικῶν γνῶμαι the votes given by.., D.H.7.47; οὐκέτι κ. ἡ διαθήκη no longer holds, Is.6.32; so of philosophical arguments, hold good,κατά τινων Phld.Rh.1.51
S.; ;κείμεναι ζημίαι Lys.14.9
, cf. Th.3.45.4 to be laid down in argument, posited, assumed,τοῦτο ἡμῖν οὕτω κείσθω Pl.R. 350d
, etc.;ὡμολογημένον ἡμῖν κ. Id.Plt. 300e
; freq. in Arist., let it be assumed, Apr. ,al.; τὸ ἐξ ἀρχῆς κείμενον the assumption, Metaph.1008b2, 1047b10(pl.);τὰ περὶ τὴν διάνοιαν ἐν τοῖς περὶ ῥητορικῆς κ. Po. 1456a35
.5 of names, οὔνομα κεῖται the name is given, Hdt.4.184, 7.200, cf. X.Cyr.2.2.12, Pl.Sph. 257c, etc.; ὑπὸ τοῦ πατρὸς κείμενον [ὄνομα] Is.3.32; κεῖσθαι without ὄνομα, Pl.Cra. 392d; κείμενα ὀόματα established terms, Arist. Top. 140a3, Demetr.Eloc.96.6 metaph., πάντα δεινὰ κἀπικινδύνως βροτοῖς κεῖται, παθεῖν μὲν εὖ, παθεῖν δὲ θάτερα danger is set before men, that they may.., S.Ph. 503.V metaph., of continuing conditions, ἐνὶ φρεσὶ πένθος ἔκειτο lay heavy, Od.24.423; εὔστομα κείσθω remain unspoken, Hdt.2.171; νεῖκος ἔκειτό τισι there was an enduring feud, S.OT 491 (lyr.); Ἑλλήνων κείσομαι ἐν στόματι my name shall be a household word, AP9.62 (Even.);πολλῶν κείμενος ἐν στόμασιν Thgn.240
;εὖ κείμενα A.Ch. 693
; μὴ κινεῖν (sc. κακὸν) εὖ κείμενον 'let sleeping dogs lie', Pl.Phlb. 15c, cf. Hyp. Fr.30, Suid.2 ταῦτα θεῶν ἐν γούνασι κεῖται, i.e. these things are yet in the power of the gods, to give or not, Il.17.514, 20.435.3 κεῖσθαι ἔν τινι to rest entirely or be dependent on him,ἐν ἀγαθοῖσι κ. πολίων κυβερνάσιες Pi.P.10.71
; (lyr.); alsoἐπί τινι, τὰ δ' οὐκ ἐπ' ἀνδράσι κ. Pi.P.8.76
: also with simple dat.,Λεωφίλῳ πάντα κεῖται Archil.69
, prob.in Com.Adesp.1325; of things, depend upon,τὸ πανηγυρικὸν ἐν μελέτῃ καὶ τριβῇ κ. Phld.Rh.1.93
S.;τὰ.. γυμνάσια ἐν τῇ κινήσει κ. Antyll.
ap. Orib.6.23.1.4 Medic., to be left to settle, of urine, Hp.Epid.1.26.β.b φάρυγξ οὐ φλεγμαίνουσα, κειμένη δέ, i.e. not swollen, ib.2.2.24.5 Gramm., of words and phrases, to be found, occur,παρὰ τῷ ποιητῃ Str.7.3.6
, cf. Ath.2.58b;κεῖται ἐν τῷ Περὶ Πλούτου Phld.Oec. p.39
J.; ποῦ κεῖται; Ath.4.165d, cf. Κειτούκειτος; κ. ἀντί τινος to be used instead of.., Str.8.6.7; τὸ κείμενον the received text, Sch.vulg.Pi.O.2.48.
См. также в других словарях:
λογοτριβή — η ζωηρή συζήτηση, φιλονικία με λόγια, διαπληκτισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + τριβή (< τρίβω), πρβλ. δια τριβή] … Dictionary of Greek
υδροδυναμική — (ή δυναμική των ασυμπίεστων ρευστών). Η υδροδυναμική εξετάζει την κίνηση των υγρών, και ιδιαίτερα του νερού, σε συνδυασμό προς τις δυνάμεις που επενεργούν πάνω σ’ αυτά. Η κίνηση ενός υγρού κατά μήκος ορισμένης διαδρομής, δηλαδή η ροή, υπόκειται… … Dictionary of Greek
τρίβω — ΝΜΑ 1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν… … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть … Православная энциклопедия
ήλεκτρο — Απολιθωμένη ρητίνη κωνοφόρων (κοινώς κεχριμπάρι) αβέβαιης χημικής σύνθεσης, που συχνά εμπερικλείει λείψανα ζώων και φυτών. Ο τύπος αυτός άμπρας (κηρώδες υγρό που το εκκρίνει η φάλαινα) μπορεί να έχει ποικίλα χρώματα (κίτρινο, κοκκινωπό, καστανό,… … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… … Dictionary of Greek
δυναμική — (Φυσ.). Η μελέτη της κίνησης των σωμάτων σε συσχετισμό με τις δυνάμεις που επενεργούν σε αυτά ή που ασκούν πίεση σε αυτά. Η δ. είναι ο κλάδος της μηχανικής που μελετά τις κινήσεις των σωμάτων σε σχέση με τα αίτια που τις προκαλούν. Διαφέρει από… … Dictionary of Greek
νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… … Dictionary of Greek
ορεογένεση — Το σύνολο των γεωλογικών φαινομένων που προκάλεσαν τον σχηματισμό των ορεινών αλυσίδων. Ο κλάδος της γεωλογίας που διατυπώνει τις διάφορες υποθέσεις περί ορεογένεσης ονομάζεται τεκτονική και μελετά τις αιφνίδιες παραμορφώσεις (πτυχώσεις,… … Dictionary of Greek
οδοντωτός τροχός — Μηχανισμός κατάλληλος για τη μετάδοση κίνησης από έναν κινητήριο σε έναν κινούμενο άξονα· αποτελείται από τροχούς, στην περιφέρεια των οποίων είναι διαμορφωμένες προεξοχές (δόντια) σε κανονικά διαστήματα και με κατάλληλο σχήμα. Η βάση των δοντιών … Dictionary of Greek