-
1 διασκεδαννυμι
(fut. διασκεδῶ, aor. διεσκέδασα)1) разбрасывать, раскидывать, рассеивать(ναυάγια Thuc.; ὅ ἄνεμος διασκεδάννυσίν τι Plat.; ἥ θερμότης διασκεδαννυμένη πρὸς τὸν ἄνω τόπον Arst.)
2) разгонять(ἄλλυδις ἄλλῃ Hom.; sc. πολεμίους Plut.)
3) распускать(στρατόν Her.)
4) разбивать, разрушать(σχεδίην Hom.)
5) уничтожать(γῆν καὴ νόμους Soph.)
См. также в других словарях:
κατασκεδάζω — (Α) βλ. κατασκεδάννυμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκεδάζω (υστερογενής ενεστωτικός τ. τού σκεδάννυμι «διασκορπίζω» σχηματισμένος υποχωρητικά από τον αόρ. ἐ σκέδ ασ α κατά το σχήμα ἐ πήγ ασ α: πηγ άζω που απαντά μόνον εν συνθέσει), πρβλ. δια… … Dictionary of Greek