-
1 διαλύω
-
2 καταλύω
-
3 διαλυω
1) развязывать, расплетать(διαπλέκειν καὴ δ. τι Her.)
2) разлагать(τι ἐξ ἑνὸς εἰς πολλά Plat.)
; med. разлагаться, распадаться(ἔκ τινος εἴς τι Arst.)
3) med. умирать(διαλυομένου ἀνθρώπου Xen.)
4) распускать(ξύλλογον Thuc.; πανήγυριν Xen.; τὰς δυνάμεις Polyb.; med. τὸ συμπόσιον Plut.)
; med. расходиться(ἐκ τοῦ συνεδρίου Her.)
5) разрывать, расторгать(ξεινίην Her.; σπονδάς Thuc.; κοινωνίαν Arst.; med. τέν φιλίαν πρός τινας Plut.)
6) освобождать(διαλύεσθαι τῆς τιμωρίας Diod.)
7) разрушать, уничтожать(διαλῦσαι καὴ ἀπολέσαι τινά Plat.; τὰς οἰκήσεις Polyb.)
8) разминать, расправлять, делать гибким(ἄρθρων ἶνας Arph.)
9) расслаблять, изнурять10) нарушать(ἃ αὑτοῖς ἐψηφίσασθε Lys.)
11) разлучать, разделять(τοὺς ἀγωνιζομένους Her.)
διαλύσασθαι ἀπ΄ ἀλλήλοιν Plat. — расстаться друг с другом;τέν σκηνέν εἰς κοίτην διέλυον Xen. — они разошлись, чтобы лечь спать12) прерывать, оканчивать, прекращать(πόλεμον Thuc., med. Isocr., Arst.; ταραχήν Polyb.; med. ἔχθρας Thuc.)
νείκας (v. l. νείκους) διαλύεσθαι Eur. — прекращать ссору13) примирять, мирить(τινὰ πρός τινα Dem.; διαλῦσαί τινας ἐκ τῆς προγεγενημένης διαφορᾶς Polyb.)
; med.-pass. примиряться(πρός τινα Aeschin.; τί δεῖ ἡμᾶς μάχεσθαι, ἀλλ΄ οὐ διαλυθῆναι; Xen.)
διαλυθεὴς καὴ θέμενος εἰρήνην Plut. — прекратив военные действия и заключив мир14) погашать, уплачивать(δαπάνην Her.; χρήματα Dem.; μισθόν Arst.; χρέος Polyb.; τὰ χρέα τοῖς δανείσασιν Plut.)
πάντα διελέλυτο Dem. — долг уплачен был сполна;δ. τινά Dem. — рассчитаться с кем-л.15) разрешать(τετραγωνισμόν, ἀπορίαν Arst.; πρόβλημα Plut.)
16) опровергать(διαβολήν, med. ἐγκλήματα и περὴ τῶν ἐγκλημάτων Thuc.; τοὺς φάσκοντας Arst.)
-
4 εκλυω
1) развязывать, отвязывать(ἁρμούς Eur.)
2) разверзать, открывать3) ослаблять, отпускать(τὰ τόξα Her.)
4) расслаблять, лишать сил(τινά Arst.; τέν δύναμιν Plut.)
; преимущ. pass. слабеть, ослабевать, уставать(ἐκλελυμένος πρὸς τὸν πόλεμον Isocr., πρὸς τοὺς πόνους Arst. и διὰ τέν νίκην Plut.)
ἐκλελυμένος τῷ σώματι Arst., Polyb. — изнуренный, усталый;ὅ ἐκλυόμενος ῥοῦς Polyb. — замедленное течение5) ослаблять, уменьшать(τέν ἄγαν λαμπρότητα Plut.)
6) реже med. кончать, прекращать(μόχθον и μόχθων Eur.; ἔριν Dem.; τὰς ταραχάς Plut.; med. πάσας τὰς παρασκευὰς τὰς τοῦ πολέμου Dem.)
ἐκλῦσαι σκληρᾶς ἀοιδοῦ δασμόν Soph. — положить конец дани жестокой певице, т.е. Сфинксу7) уплачивать(δάνειον Plut.)
8) тж. med. освобождать, избавлять(τινά τινος Aesch., Eur., Plut. и τινα ἔκ τινος Plat., Polyb.; med. τινά τινος Hom., Trag., Plat.; ἐκλύσασθαι τοὺς πολιορκουμένος Xen.)
См. также в других словарях:
ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… … Dictionary of Greek
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek
ЕВАНГЕЛИЕ. ЧАСТЬ I — [греч. εὐαγγέλιον], весть о наступлении Царства Божия и спасении человеческого рода от греха и смерти, возвещенная Иисусом Христом и апостолами, ставшая основным содержанием проповеди христ. Церкви; книга, излагающая эту весть в форме… … Православная энциклопедия
ACHILLES — I. ACHILLES Illyrii fil. Appianus. II. ACHILLES Pclei et Thetidis fil. quem adhuc infantem mater Stygiis undis immersit: quamobrem invelnerabilis totô corpore factus est, praeterquam in eâ pedis parte, quâ comprehensus ab ipsâ fuerat dum… … Hofmann J. Lexicon universale
Eudialyt — in Syenit aus Brasilien Chemische Formel Na15Ca6Fe3Zr3Si(Si25O73)(O,OH,H2O)3(Cl,OH)2 Mineralklasse … Deutsch Wikipedia
ιππόλυτος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θησέα και της αμαζόνας Αντιόπης ή Ιππολύτης, ήρωας που θεοποιήθηκε στην Τροιζήνα, όπου τον ανέθρεψε ο παππούς του Πιτθέας. Ζούσε λατρεύοντας την Άρτεμη και κυνηγώντας. Η Αφροδίτη όμως ζήλεψε και έκανε τη… … Dictionary of Greek
λύσιμος — λύσιμος, ον (Α) [λύω] 1. ικανός να λύνει 2. ικανός να ανακουφίζει 3. αυτός που μπορεί να τόν εξαγοράσει κάποιος 4. (για συλλογισμό) αυτός που μπορεί να ανασκευαστεί, να ανατραπεί 5. αυτός που χρειάζεται ερμηνεία («διὰ τὰ λύσιμα τῶν νόμων… … Dictionary of Greek