-
1 διαλέγομαι
δια|λέγομαι (τινί) разговаривать с кем, вести разговор -
2 διαλεγομαι
[λέγω III] (fut. διαλέξομαι и διαλεχθήσομαι, aor. διελεξάμην и διελέχθην, aor. 2 διαλεγῆναι, pf. διείλεγμαι)1) разговаривать, беседовать(τινι Her., Arph., Arst. и πρός τινα Plat., Arst.)
δ. τινι μέ ποιεῖν μάχην Thuc. — договариваться с кем-л. о том, чтобы не вступать в бой2) обсуждать(τί τινι и τι πρός τινα Xen.)
3) высказывать мнение, рассуждать(περί τινος Isocr.; οὐκ ἐρίζειν, ἀλλὰ δ. Plat.)
4) перен. иметь дело, вступать в сношения(τινι Arph. и τινα Plut.)
5) говорить, изъясняться(φοινικιστί Polyb.)
κατὰ τωὐτὸ δ. Her. — говорить на одном и том же языке;δ. ἐκ τῶν μυκτήρων Arst. — говорить в нос;εὔτροχος ἐν τῷ δ. Plut. — плавно (гладко) говорящий
См. также в других словарях:
λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… … Dictionary of Greek
προσρίπτω — ΜΑ, και προσριπτῶ, έω, Α ρίχνω κάτι πάνω σε κάποιον ή πάνω σε κάτι ή ρίχνω κάτι προς μία κατεύθυνση («προσέρριψε τῇ γῇ τὸ σκῆπτρον διὰ τὴν ὀργήν», Σχόλ. Ιλ.) μσν. παθ. προσρίπτομαι προστίθεμαι αρχ. 1. επιρρίπτω, προσάπτω σε κάποιον κάτι («ὄνειδος … Dictionary of Greek