-
1 διακυπτω
1) высовываться в окно Arph.2) выглядывать наружу(διακεκυφότες πρὸς τὰς εἰσόδους Xen. - v. l. διακεκοφότες)
διακύψας διὰ τῆς γοργύρης Her. — выглянув в окошко тюрьмы -
2 ανακυπτω
Arph. тж. ἀγκύπτω1) подниматься над поверхностью, высовываться(ἐκ τῆς θαλάσσης, μέχρι τοῦ αὐχένος Plat.)
ἀνακύψαι εἴς τι Plat. — подняться до чего-л.2) (высоко) поднимать голову(ἐλευθερωθεὴς ἀνέκυψε, sc. ὅ δῆμος Her.; πρὸς τὸν Δία Eur.; ἵππος ἀνακεκυφώς Xen.)
θεώμενός τι ἀνακύπτων Plat. — заглядевшийся на что-л. закинувши голову3) возникать, появляться, обнаруживаться(παρά τινι Arph. и ἔν τινι Plut.)
ᾔδη ὅτι ἐξ αὐτῶν καλόν τι ἀνακύψοι Plat. — я предвидел, что из этого выйдет нечто хорошее4) выходить из трудного положения, приходить в себя, оправлятьсяἀνέκυψα ἀκούσας, ὅτι … Xen. — я воспрянул духом, услышав, что …;
τὰ τῶν Καρχηδονίων ἀνέκυψε Polyb. — дела карфагенян поправились -
3 προκυπτω
наклонившись выглядывать, высовываться(διὰ ὀπῶν Sext.)
ἄρτι προκύπτω ἔξω τείχους Arph. — едва успел я выйти за (городские) стены;οὐ προεστάναι τῆς πόλεως, ἀλλὰ προκεκυφέναι Plut. — (об одном горбатом государственном деятеле в шутку говорили, что он) не наблюдает за городом, а нагибается (над ним)
См. также в других словарях:
κύπτω — (AM κύπτω) κλίνω το κεφάλι ή και το σώμα προς τα εμπρός και κάτω, γέρνω, σκύβω, καμπουριάζω (α. «έκυπτε, πνίγουσα τους λυγμούς της επί τού λίκνου», Παπαδ. β. «κάτω ἀεὶ βλέποντες καὶ κεκυφότες εἰς γῆν καὶ εἰς τραπέζας», Πλατ.) νεοελλ. φρ. α) «δεν… … Dictionary of Greek
προκύπτω — ΝΜΑ σκύβω προς τα έξω, προβάλλω το κεφάλι μου για να δω (α. «προέκυπτον διά τού παραθύρου», Παπαδ. β. «προκύπτειν διά τινων ὀπῶν», Δίων) νεοελλ. 1. προέρχομαι, απορρέω, ανακύπτω («από αυτή τη δουλειά μάς προέκυψε ζημιά») 2. (ως τριτοπρόσ.)… … Dictionary of Greek