-
1 διακειρω
досл. начисто срезывать, перен. уничтожатьδιακέρσαι ἔπος τινός Hom. — отнестись с презрением к чьим-л. словам;
τὰ σκευάρια διακεκαρμένος Arph. — лишившийся одежды
См. также в других словарях:
Akeirokomhs — Ἀκειροκόμης, ου, ein Beynamen des Apollo, welcher von dem α privat. κείρω, tondeo, und κόμη, coma, so viel heißt, als einer, der die Haare nicht abscheeren läßt, und, da die Haare an dem Apollo und der Sonne nichts anders sind, als deren Stralen … Gründliches mythologisches Lexikon
καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… … Dictionary of Greek
χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… … Dictionary of Greek