Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

δια-δέχομαι

  • 1 διαδεχομαι

        1) получать как преемник, принимать от предшественника, наследовать
        

    (τὸν πλοῦτον Luc. и τέν ἀρχέν παρά τινος Polyb.)

        δ. τινι Xen., Plat. и τινα Arst., Polyb.наследовать кому-л., быть чьим-л. преемником;
        διαδέξασθαί τινι τέν ναῦν Dem.принять от кого-л. командование кораблем;
        ὅ διαδεξόμενος τέν τέχνην Lys. — человек, которому можно будет поручить свое ремесло;
        ὅ διαδεξάμενος στρατηγός Lys., Plut. — преемник в должности командующего;
        οἱ διαδεξάμενοι Polyb. — наследники, преимущ. Александра Македонского, диадохи;
        θηρῶσι διαδεχόμενοι, sc. τοῖς ἵπποις Xen. — они охотятся, сменяя лошадей;
        εἶροι καὴ ζέφυροι διαδεχόμενοι συνεχεῖς ἀεὴ πνέουσιν Arst. — юго-восточные и западные ветры постоянно дуют, непосредственно сменяя друг друга;
        νὺξ εἰσάγει καὴ νὺξ ἀπωθεῖ διαδεδεγμένη πόνον Soph. — одна ночь приносит страдание, другая в свою очередь гонит его;
        διαδεξάμενοι ἔλεγον οἱ ἄγγελοι Her. — тогда выступили с речью послы;
        ἔφη διαδεξάμενος τὸν λόγον ὅ Γλαύκων Plat. — сказал в свою очередь Главкон;
        τὰ ἐν τῷ σώματι διαδεχόμενα μέρη ταῖς ἐργασίαις Arst.функционально замещающие друг друга части организма (физиол. викарные элементы)

        2) смещать, заменять
        

    (τὸν ὕπατον Diod.)

    Древнегреческо-русский словарь > διαδεχομαι

  • 2 εισδεχομαι

        староатт. ἐσδέχομαι, ион. ἐσδέκομαι
        1) принимать, впускать, допускать
        

    (μηδαμοὺς ἐς τὸ ἱρόν Her.; τι οἶκον и τινα ἄντροις Eur.; τινα τειχέων Eur. и τοὺς φυγάδας Arst.; τῆς γῆς Soph.)

        εἰ. τινα ὑπόστεγον Soph.принять кого-л. под свой кров

        2) воспринимать, усваивать
        

    (εὐνομίαν διὰ τῆς μουσικῆς Plat.; τὸν λόγον δι΄ ὤτων Plut.)

    Древнегреческо-русский словарь > εισδεχομαι

См. также в других словарях:

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

  • καταπίνω — (AM καταπίνω) κατεβάζω κάτι διά μέσου τού φάρυγγα στο στομάχι («δεν μπορεί να καταπιεί ούτε νερό» β. «κατάπια ένα κουκούτσι») νεοελλ. 1. μτφ. α) πιστεύω κάτι με αφέλεια, απονήρευτα δέχομαι τα ψεύδη κάποιου, χάφτω («τού λένε ένα σωρό τερατολογίες… …   Dictionary of Greek

  • ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… …   Dictionary of Greek

  • ναι — (ΑΜ ναί, Α και νή και βοιωτ. τ. νεί, Μ και ναίν και νναί) επίρρ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει α) έντονη διαβεβαίωση: βέβαια, μάλιστα, αληθινά (α. «ναι, θα έλθω μαζί σας αύριο» β. «ναὶ δὴ ταῡτά γε πάντα... κατὰ μοῑραν ἔειπες», Ομ. Ιλ.) β)… …   Dictionary of Greek

  • πείρα — η / πεῑρα, ιων. τ. πείρη, αιολ. τ. πέρρα, ΝΜΑ η πράξη και το αποτέλεσμα τού πειρώμαι, η δοκιμή, η δοκιμασία, η γνώση που αποκτήθηκε έπειτα από δοκιμή στην πράξη, η εμπειρία («πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.) νεοελλ. 1. καθετί που πέφτει στην… …   Dictionary of Greek

  • Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …   Wikipedia

  • Kostas Karyotakis — Kostas Karyotakis, Selbstporträt Kostas Karyotakis (griechisch Κώστας Καρυωτάκης, * 30. Oktober 1896 in Tripolis; † 21. Juli 1928 in Preveza) war ein griechischer …   Deutsch Wikipedia

  • Compagnons d'Alexandre le Grand — Diadoque Cette page d’homonymie répertorie les différents sujets et articles partageant un même nom. Diadoque est un nom propre, d origine grecque, qui peut désigner plusieurs personnes ou classes de personnes. Sommaire 1 Saint chrétien 2 …   Wikipédia en Français

  • Diadoque — Cette page d’homonymie répertorie les différents sujets et articles partageant un même nom. Diadoque est un nom d origine grecque, qui peut désigner plusieurs personnes ou classes de personnes. Sommaire 1 Saint chrétien 2 Grèc …   Wikipédia en Français

  • Diadoques — Diadoque Cette page d’homonymie répertorie les différents sujets et articles partageant un même nom. Diadoque est un nom propre, d origine grecque, qui peut désigner plusieurs personnes ou classes de personnes. Sommaire 1 Saint chrétien 2 …   Wikipédia en Français

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»