-
1 διαφέρω
[диафэро] р. отличаться, различаться,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαφέρω
-
2 различаться
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > различаться
-
3 разниться
разнитьсянесов διαφέρω, διακρίνομαι:\разниться чем-л. διαφέρω σέ κάτι. -
4 рознить
ρ.δ.1. (παλ. κ. απλ.)• (δια)χωρίζω•судьба нас -ит η τύχη μας χωρίζει.
|| ξεχωρίζω (σε μέρη, τεμάχιο:).2. διαφέρω, είμαι διαφορετικός, ποικίλλω.διαφέρω,είμαι διαφορετικός. -
5 отличать
отличать см. отличить \отличаться 1) см. отличиться 2) (различаться) διακρίνομαι, ξεχωρίζω* \отличаться друг от друга διαφέρω, παρουσιάζω διαφορές* * *см. отличить -
6 отличаться
1) см. отличиться2) ( различаться) διακρίνομαι, ξεχωρίζωотлича́тьсяся друг от дру́га — διαφέρω, παρουσιάζω διαφορές
-
7 различаться
различать||сяδιαφέρω, ξεχωρίζω (άμετ.), διακρίνομαι. -
8 различаться
[ραζλιτσάτσα] ρ. διαφέρω, ξεχωρίζω -
9 различаться
[ραζλιτσάτσα] ρ διαφέρω, ξεχωρίζω -
10 небо
-а, πλθ. небеса, -бс, -ам ουδ. ουρανός•голубое небо γαλάζιος ουρανός•
поднять глаза к -у σηκώνω τα μάτια στον ουρανό•
облачное небо συννεφιασμένος ουρανός.
εκφρ.это как небо от земли – αυτό απέχει όσο ο ουρανός από τη γη•превозносить кого до -бс – αποθεώνω, ανεβάζω στα.ουράνια• ;,на седьмом -е быть ή чувствовать себя κολυμπώ (πλέω) σε πελάγη ευτυχίας•-у жарко (будет, станет – κ.τ.τ.) θα (τον, την κ.τ.τ.) πιάσει η ζάλη (για εργασία, δράση κ.τ.τ.)•как (будто, точно) с -а – σα να έπεσε από τον ουρανό, ουρανοκατέβατος (απροσδόκητη εμφάνιση, συμβάν)•(отличаться) как небо от земли; небо и земля; земля и небо – διαφέρω ή απέχω όσο ο ουρανός από τη γη•между -ом и землёй – είμαι επι ξύλου κρεμάμενος ή στο έλεος του Θεού•попасть пальцем в небо – αστοχώ, λαθεύω, πατώ την αγκινάρα•упасть ή сойти с -а на землю – ανανήφω, προσγειώνομαι, αποκτώ το αίσθημα της πραγματικότητας. -
11 различать
-
12 разниться
-нгось, -нишьсяρ.δ.διαφέρω,έχω διαφορά. -
13 рознь
-и θ.1. έχθρα• αμάχη, διχόνοια, διένεξη, διαμάχη.2. ως κατηγ. διαφέρω•работник работнику рознь εργάτης από εργάτη διαφέρει.
См. также в других словарях:
διαφέρω — carry over pres subj act 1st sg διαφέρω carry over pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφέρω — διαφέρω, διέφερα βλ. πίν. 217 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαφέρω — (ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ) 1. έχω διαφορά, είμαι ανόμοιος, διάφορος, ξεχωρίζω («αυτά τα χρώματα διαφέρουν») 2. είμαι διαφορετικός από άλλο («σὺ νῡν διάφερε τῶν κακῶν», Ευρ. Ορ.) 3. υπερέχω, διακρίνομαι, είμαι ανώτερος, πλεονεκτώ («διαφέροντες καὶ… … Dictionary of Greek
διαφέρω — ξεχωρίζω από κάποιον άλλο, είμαι διαφορετικός: Οι περισσότεροι δίδυμοι διαφέρουν στο χαρακτήρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαφέρεσθον — διαφέρω carry over pres imperat mp 2nd dual διαφέρω carry over pres ind mp 3rd dual διαφέρω carry over pres ind mp 2nd dual διαφέρω carry over imperf ind mp 2nd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφέρετον — διαφέρω carry over pres imperat act 2nd dual διαφέρω carry over pres ind act 3rd dual διαφέρω carry over pres ind act 2nd dual διαφέρω carry over imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφέρεσθε — διαφέρω carry over pres imperat mp 2nd pl διαφέρω carry over pres ind mp 2nd pl διαφέρω carry over imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφέρετε — διαφέρω carry over pres imperat act 2nd pl διαφέρω carry over pres ind act 2nd pl διαφέρω carry over imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφέρῃ — διαφέρω carry over pres subj mp 2nd sg διαφέρω carry over pres ind mp 2nd sg διαφέρω carry over pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διενηνεγμένα — διαφέρω carry over perf part mp neut nom/voc/acc pl διενηνεγμένᾱ , διαφέρω carry over perf part mp fem nom/voc/acc dual διενηνεγμένᾱ , διαφέρω carry over perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφερομένω — διαφέρω carry over pres part mp masc/neut nom/voc/acc dual διαφέρω carry over pres part mp masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)