-
1 сохраниться
-
2 держать
держу, держишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. держанный, βρ: -жан, -а, -о ρ.δ.μ.1. κρατώ, βαστώ•держать зонтик κρατώ την ομπρέλα.
|| εμποδίζω•кто меня -ит? ποιος με κρατάει;
μτφ. δεν αφήνω να μου ξεφύγει•-йте вора! πιάστε τον κλέφτη!•
держать а повиновении κρατώ σε υποταγή•
держать собаку в цепи έχω δεμένο το σκυλί με αλυσίδα.
|| μτφ. διατηρώ, διαφυλάσσω.2. υποβαστάζω•балкон -ат четыре коллоны το μπαλκόνι το κρατούν τέσσερις κολλόνες.
|| συγκρατώ, παρεμποδίζω. || κατέχω.3. βάζω (θέτω) υπο κράτηση•держать в плену κρατώ σε αιχμαλωσία•
держать под стражей κρατώ υπο φρούρηση.
4. κρατώ σε•держать город в осадном положении κρατώ την πόλη σε κατάσταση πολιορκίας• — в неведении κρατώ σε άγνοια.
|| παλ. συμπέριφέρνομαι.5. αφήνω•держать окна откритими αφήνω τα παράθυρα ανοιχτά•
держать глаза опущенными κρατώ τα μάτια χαμηλωμένα.
6. φυλάσσω, διαφυλάσσω• έχω•держать деньги в сберкассе φυλάσσω τα χρήματα στο ταμιευτήριο.
7. έχω, διατηρώ, διατρέφω•держать домашную птицу κρατώ οικόσιτα πουλερικά.
|| κατέχω, είμαι κάτοχος, διατηρώ•гостиницу κρατώ ξενοδοχείο.
8. κατευθύνομαι•-и вправо! τράβα όλο δεξιά!
εκφρ.–и кармам (шире) – απλ. ειρν. κάνε όρεξη, περίμενε...держать курс ή путь – παίρνω κατεύθυνση προς•держать себя – φέρνομαι, αυμπεριφέρνομαι•(своё) слово κρατώ το λόγο (μου)•держать сторону чью ή руку – παίρνω το μέρος κάποιου•держать в уме ή в голове, в мыслях – κρατώ στό μυαλό, στό κεφάλι, στη σκέψη (θυμούμαι)•держать себя в руках – συγκρατιέμαι•держать кого в руках – συγκρατώ κάποιον•держать при себе – κρατώ μέσα μου (δεν εκδηλώνω)•ноги не -ат – δεν κρατιέμαι στα πόδια (από κούραση ή αδυναμία)•держать пост – κρατώ σαρακοστή, νηστεία•держать экзамены – δίνω εξετάσεις•никто вас не -ит – κανένας δεν σας κρατάει, ο δρόμος είναι ανοιχτός•держать речь – βγάζω λόγο, αγορεύω•держать ответ – απαντώ, δίνω απάντηση•держать в тайне ή в секрете – κρατώ μυστικό•держать обещание – κρατώ (τηρώ) την υπόσχεση.1. κρατιέμαι, βαστιέμαι•я -усь за вас, чтобы не упасть κρατιέμαι από σας, για να μήπέσω.
2. υποβαστάζομαι, στηρίζομαι•мост –ится на пяти быках η γέφυρα στηρίζεται σε πέντε στύλους.
|| μτφ. υποστηρίζομαι, βασίζομαι.3. στέκομαι•он с трудом -лся на ногах με δυσκολία κρατιόνταν στα πόδια.
|| φέρομαι, συμπεριφέρομαι•он -ится очень скромно αυτός φέρεται πολύ ταπεινά.
4. держать διατηρούμαι, σώζομαι•эта краска долго -ится αυτή η μπογιά κρατάει πολύ καιρό•
ветхий дом ещё -ится^то παλιόαπιτο ακόμα κρατιέται.
5. (στρατ.) αντιστέκομαι•крепость долго -лась το φρούριο κρατούσε πολύ καιρό.
6. έχω κατεύθυνση•правой стороны κατευθύνομαι δεξιά.
7. ακολουθώ, παραδέχομαι, είμαι υπέρ•держать строгих правил είμαι υπέρ των αυστηρών κανόνων (ηθών)•, либеральных взглядов ακολουθώ φιλερεύθερες ιδέες.
|| εμμένω, δε.ν παρεκκλίνω•держать прежнего мнения κρατώ τη γνώμη που είχα•
держать намеченной цели δεν παρεκκλίνω από τον καθορισμένο σκοπό.
8. φυλάσσομαι, διαφυλάσσομαι.9. διατηρούμαι.10. συγκρατιέμαι•она долго -лась, но наконец расплакалась αυτή πολύ κρατήθηκε, όμως τελικά ξέσπασε σε κλάματα.
εκφρ.только -йсь! – μόνο κρατήσου! (για δύσκολη κατάσταση)•держать вместе – ενεργώ από κοινού•держать особняком – απέχω, αποτραβιέμαι, ζω κατά μόνας, μόνος. -
3 сохранить
сохранить, сохранять φυλά(γ)ω· συντηρώ, διατηρώ (поддержать) · \сохранить мир διατηρώ την ειρήνη \сохраниться διατηρούμαι* * *= сохранятьφυλά(γ)ω; συντηρώ, διατηρώ ( поддержать)сохрани́ть мир — διατηρώ την ειρήνη
-
4 хранить
хранить (δια)φολά(γ)ω, διατηρώ, συντηρώ \храниться φυλάγομαι; διατηρούμαι* * *(δια)φυλά(γ)ω, διατηρώ, συντηρώ -
5 храниться
φυλάγομαι; διατηρούμαι -
6 кормиться
корм||и́ться1. (питаться) τρέφομαι, βόσκω·2. (жить чем-л.) διατρέφομαι, διατηρούμαι:\кормитьсяи́ться своим трудом ζώ μέ τήν ἐργασία μου, τρέφομαι μέ τόν ίδρωτα μου. -
7 простоять
просто||ятьсов1. см. простаивать·2. (сохраниться) διαρκώ, διατηρούμαι:хорошая погода \простоятьит еще некоторое время ἡ καλοκαιρία θά διαρκέσει ἀκόμα γιά λίγο καιρό. -
8 просуществовать
просуществоватьсов ζῶ, διατηρούμαι, ὑπάρχω. -
9 теплиться
теплит||ьсянесов συγοκαίω/ перен διατηροῦμαι ἀμυδρά:у меня еще \теплитьсяся надежда διατηρώ ἀμυδρή ἐλπίδα -
10 удержаться
удержать||ся1. (не падать) κρατιέμαι, πιάνομαι:с трудом \удержатьсяся на йогах κρατιέμαι μέ δυσκολία στά πόδια μου2. (сохраняться) διατηρούμαι:э́ти позиции долго удерживались за нами κρατήσαμε τίς θέσεις αὐτές πολύ καιρό·3. (от чего-л.) συγκρατιέμαι, κρατιέμαι:едва \удержатьсяся от смеха μόλις συγκρατώ τά γελοία μου. -
11 сохраняться
[σαχρανγιάτσα] ρ. διατηρούμαι -
12 сохраняться
[σαχρανγιάτσα] ρ διατηρούμαι -
13 заспиртовать
-тую, -туешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заспиртованный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ.βάζω στο οινόπνευμα (για συντήρηση).διατηρούμαι στο οινόπνευμα. -
14 звучать
-чу, -чишь, μτχ. ενεστ. звучащийρ.δ.1. ηχώ, σημαίνω•колокол -ит ηχεί η καμπάνα.
2. αντηχώ, αντιλαλώ•-ат голоса αντιλαλούν φωνές.
|| είμαι εύηχος, έχω φωνή• ρο•звучать яль -ит неважно το πιάνο δεν έχει και τόσο καλή φωνή.
|| μτφ. εμφανίζομαι, φαίνομαι, προβάλλω, διακρίνομαι•в вопросе -ит сомнение στο ερώτημα φαίνεται κάποια αμφιβολία•
в е голосе -ит радость στη φωνή της διακρίνετοα η χαρά•
это -ит фальшиво αυτό είναι φανερό ψέμα.
|| κάνω την εντύπωση• συμπίπτω με•это утверадние -ит совсем не по-марксистки αυτή η άποψη δεν είναι καθόλου μαρξιστική.
εκφρ.звучать в ушах (в памяти, в сердце) – ηχώ ακόμα στ αυτιά, διατηρούμαι ακόμα στη μνήμη, δεν ξεχνιέται. -
15 консервировать
-рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. консервированный, βρ: –ван, -а, -оρ.δ.κ.σ.μ.1. κονσερβοποιώ•консервировать рыбу. κονσερβοποιώ ψάρια•
консервировать фрукты κονσερβοποιώ φρούτα.
2. προφυλάσσω από τη φθορά, συντηρώ, διατηρώ•консервировать археологические предметы συντηρώ τα αρχαιολογικά αντικείμενα.
3. διακόπτω προσωρινά.κονσερβοποιούμαι• συντηρούμαι, διατηρούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
16 остаться
-анусь, -анешьсяρ.σ.1. μένω, παραμένω•не уйду, -анусь здесь δε θα φύγω, θα μείνω εδώ•
теперь мы -лись одни τώρα εμείς μείναμε μονοί, μας.
|| διαμένω, κατοικώ•он -анется в деревне αυτός θα μείνει στο χωριό.
|| δεν προβιβάζομαι, δεν προάγομαι•он -лся на второй год в классе αυτός δεν προβιβάστηκε.
2. (απαντά στο 3ο πρόσωπο) διατηρούμαι, παραμένω•закон -нется в силе ο νόμος θα παραμείνει σε ισχύ.
|| τηρούμαι, κρατιέμαι•дело -лось в тайне η υπόθεση παρέμεινε μυστκή.
|| υπολείπομαι, απομένω•-лось знать... απόμεινε να μάθω...•
за вами -лось десять рублей μείνατε χρέος δέκα ρούβλια.
3. είμαι, βρίσκομαι, παραμένω.4. μένω•он -лся сиротой αυτός έμεινε ορφανός•
она -лась вдоной αυτή έμεινε χήρα•
он -лся без денег αυτός έμεινε χωρίς χρήματα•
остаться в выигрыше μένω κερδισμένος•
остаться должным μένω χρεομένος•
-в своём мнении μένω με τη γνώμη μου.
5. χάνω στο χαρτοπαίγνιο.6. επαφίεμαι.εκφρ.остаться за кем – α) παραμένω στην κυριότητα κάποιου, β) μένω χρεώστης•остаться ни при чём – και να παραμείνω δε βγαίνει τίποτε•остаться ни с чем – μένω με τίποτε (στερούμαι των πάντων)•остаться с носом – μένω με την όρεξη (χωρίς να γευθώ τίποτε). -
17 передерживать
-
18 перестоять
-стою, -стоишьρ.σ.1. στέκομαι (ώσπου να περάσει)•перестоять бурю в порту στέκομαι (παραμένω) στο λιμάνι ώσπου να περάσει η τρικυμία.
2. παραστέκομαι, πολυκαιρίζω.1. παραστέκομαι, πολυκαιρίζω, φθείρομαι.2. παραμένω, διατηρούμαι πέρα από το κανονικό όριο. -
19 покоиться
-когось, -коишься ρ.δ.1. αναπαύομαι• ησυχάζω. || κείτομαι, είμαι κατάκοιτος. || κείμαι, είμαι θαμμένος. || διατηρούμαι, φυλάγομαι, βρίσκομαι.2. (κυρλξ. κ. μτφ.) βασίζομαι, στηρίζομαι, εδράζομαι. -
20 продержать
ρ.σ.μ.1. κρατώ (για ένα χρον. διάστημα)•полчаса он -ал ребнка на руках μισή ώρα αυτός κράτησε το παιδάκι στα χέρια•
его -ли два месяца в больнице τον κράτησαν δυο μήνες στο νοσοκομείο.
2. διατηρώ•она -ла письмо три месяца αυτή κράτησε το γράμμα τρεις μήνες.
κρατιέμαι•несколько минут он -лся на одной руке μερικά λεπτά αυτός κρατήθηκε με το ένα χέρι•
рота -лась до прибытия подкрепления ο λόχος κράτησε ώσπου να έρθει ενίσχυση.
|| διατηρούμαι•краска -лась ещё долго το χρώμα.κράτησε ακόμα πολύ (χρόνο).
|| παραμένω•корабль -лся на воде только час το καράβι παρέμεινε στην επιφάνεια μόνο μια ώρα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διατηρούμαι — διατηρούμαι, διατηρήθηκα, διατηρημένος βλ. πίν. 74 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παραμένω — ΝΑ, και ποιητ. τ. παρμένω, Α 1. εξακολουθώ να βρίσκομαι όπου ή όπως ήμουν («παρέμεινε στην εξοχή όλο το καλοκαίρι») 2. μένω κοντά σε κάποιον νεοελλ. 1. διατηρούμαι σε μια κατάσταση ή διάθεση («παρέμεινε πιστός οπαδός») 2. διαμένω κάπου προσωρινά… … Dictionary of Greek
βαστάζω — και βαστώ ( άω) και βασταίνω και βαστάνω (AM βαστάζω, Μ και βαστῶ και βασταίνω και βαστάνω) 1. κρατώ κάτι με το χέρι 2. μεταφέρω 3. υπομένω, υποφέρω μσν. νεοελλ. 1. (για έγκυο γυναίκα) κυοφορώ 2. φορώ 3. κατέχω («βαστάει τα κλειδιά») 4. τηρώ… … Dictionary of Greek
αλείφω — αλείβω (Α ἀλείφω) 1. επιθέτω υγρή ή λιπαρή ουσία σε κάποια επιφάνεια, επαλείφω, επιχρίω 2. επαλείφω με οποιαδήποτε ύλη 3. κάνω επάλειψη σε ασθενή νεοελλ. 1. ρυπαίνω, λερώνω 2. δωροδοκώ, λαδώνω 3. παθ. ωφελούμαι υλικά, απολαμβάνω κέρδος 4. φρ. «θα … Dictionary of Greek
αντέχω — (AM ἀντέχω, Α κ. ἀντίσχω) 1. έχω αντοχή, διατηρώ δυνάμεις 2. αντιστέκομαι, δεν υποχωρώ, βαστώ 3. διατηρώ τις ιδιότητες μου, διατηρούμαι 4. έχω την απαραίτητη στερεότητα 5. υπομένω, υποφέρω με καρτερία νεοελλ. 1. μπορώ να αντεπεξέλθω σε κάτι 2. φρ … Dictionary of Greek
αποκρατώ — (AM ἀποκρατῶ, έω) κρατώ, διατηρώ μσν. νεοελλ. 1. κρατώ για φύλαξη 2. (για κτήση) διασώζω 3. (για τροφό) φροντίζω 4. διατηρούμαι, εξακολουθώ να υπάρχω νεοελλ. 1. κρατώ για τον εαυτό μου κάτι, δεν το παραχωρώ 2. (για αλυκές και λιμνοθάλασσες)… … Dictionary of Greek
απομένω — (AM ἀπομένω) υπολείπομαι μσν. 1. παραμένω, μένω πίσω 2. μένω ζωντανός 3. διατηρούμαι 4. μένω ακίνητος 5. πεθαίνω ξαφνικά 6. καταντώ 7. υπομένω νεοελλ. 1. μένω χωρίς προστασία, εγκαταλείπομαι («απόμειναν ορφανά στους πέντε δρόμους») 2. μένω με το… … Dictionary of Greek
αποσώνω — κ. σώζω (AM ἀποσῴζω, Μ κ. σώνω) διατηρῶ, διαφυλάσσω μσν. νεοελλ. 1. μεταδίδω κάτι αμέσως, ανακοινώνω 2. συμπληρώνω 3. αποτελειώνω 4. οδηγώ 5. φτάνω, έρχομαι 6. καταλήγω, βρίσκω προστασία ή καταφύγιο 7. προφταίνω νεοελλ. 1. ξοδεύω, σπαταλώ 2.… … Dictionary of Greek
βόσκω — (AM βόσκω) Ι. 1. οδηγώ ζώα στη βοσκή και τα επιτηρώ 2. (για ζώα) τρώω χορτάρι, τρέφομαι 3. (γενικά) τρώω, τρέφομαι 4. διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. 1. περιφέρομαι άσκοπα («πού βόσκεις;») 2. αφαιρούμαι, χαζεύω («πού βόσκει ο νους σου;») ΙΙ. βόσκομαι… … Dictionary of Greek
διατηρώ — (AM διατηρῶ, έω) [τηρώ] 1. διαφυλάσσω, συντηρώ 2. (για πρόσωπα) φυλάσσω σώο, διασώζω 3. κατέχω, φυλάσσω για πολύ χρόνο νεοελλ. 1. συντηρώ με χρήματα μου, διατρέφω 2. διασώζω από τη φθορά, κρατώ αμετάβλητο 3. (για τρόφιμα) προφυλάσσω από την… … Dictionary of Greek
δουρώ — και ντουρώ ( άω) 1. διατηρούμαι 2. ζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. duro «στερεώνω, διαρκώ»] … Dictionary of Greek