-
1 διασφαλιζομαι
См. также в других словарях:
διασφαλίζομαι — διασφαλίζομαι, διασφαλίστηκα, διασφαλισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διασφαλιζόμεθα — διασφαλίζομαι secure firmly pres ind mp 1st pl διασφαλίζομαι secure firmly imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασφαλισάμενος — διασφαλίζομαι secure firmly aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασφαλίζεται — διασφαλίζομαι secure firmly pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασφαλίσασθαι — διασφαλίζομαι secure firmly aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασφαλίζω — (Α διασφαλίζομαι) καθιστώ ασφαλές κάτι, εξασφαλίζω … Dictionary of Greek
σιγουρεύω — Ν [σίγουρος] 1. καθιστώ κάτι σίγουρο, ασφαλές, σταθεροποιώ, εξασφαλίζω, διασφαλίζω («καλό είναι να σιγουρέψεις τα χρήματα σου βάζοντάς τα στην τράπεζα») 2. χαμηλώνω, χαλαρώνω τα πανιά ή τα σχοινιά πλοίου, σιγουράρω 3. μέσ. σιγουρεύομαι α) (για… … Dictionary of Greek