-
1 разойтись
разойтись) (в разные стороны) διαλύομαι, διασκορπίζομαι 2) (расстаться) χωρίζω 3) (об издании и т. п.) εξαντλούμαι 4) (во мнениях) διχάζομαι, διαφωνώ* * *1) ( в разные стороны) διαλύομαι, διασκορπίζομαι2) ( расстаться) χωρίζω3) (об издании и т. п.) εξαντλούμαι4) ( во мнениях) διχάζομαι, διαφωνώ -
2 разлетаться
1. (в различных направлениях) διασκορπίζομαι 2. (рассыпаться на части) γίνομαι κομμάτια/θρύψαλα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разлетаться
-
3 разлетаться
разлетатьсянесов1. (улетать) πετὤ2. (разбиваться) разг γίνομαι κομμάτια:\разлетаться на куски γίνομαι κομμάτια·3. перен (рассеиваться, исчезать) διασκορπίζομαι/ πετῶ (άμετ.) (о мечтах и т. п.):\разлетаться как дым ἐξανεμίζομαι, πετῶ·4. (о полах одежды, волосах и т. л.) κυματίζω. -
4 распылиться
распылить||ся(о силах и т. п.) διασκορπίζομαι, διασπείρομαι. -
5 рассеиваться
рассеивать||ся1. (о тумане, тж. о сомнениях и т. п.) διαλύομαι, διασκορπίζομαι·2. (развлекаться) διασκεδάζω. -
6 распыляться
[ρασπυλγιάτσα] ρ. διασκορπίζομαι -
7 распыляться
[ρασπυλγιάτσα] ρ διασκορπίζομαι -
8 брызгать
-зжу, -зжешь, κ. –гаю, -гаешь επιρ. μτχ. брызжа, κ. брызгая ρ.δ.ραντίζω, ραίνω, ψεκάζω• πιτσιλίζω•брызгать кругом περιραντίζω, περίραίνω•
διαχέομαι, διασκορπίζομαι, (ξε)πετάγομαι, βγαίνω•брызжут искры βγαίνουν σπίθες.
1. ραντίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. αλληλοραντίζομαι•дети -ются τα παιδιά αλληλοραντίζονται.
-
9 просыпать
-шло, -плешь, προστκ. просыпьρ.σ.μ.διασκορπίζω• χύνω•просыпать соль на стол χύνω το αλάτι στο τραπέζι.
διασκορπίζομαι• χύνομαι.-аю, -аешьρ.δ.βλ. проспать.βλ. проснуться.-аю, -аешьρ.δ.βλ. просыпать.βλ. просыпаться. -
10 распылить
-лю, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. распыленный, βρ: -лен, -лена, -лекоρ.σ.μ.1. κονιοποιώ• κονιορτοποιώ, κάνω σκόνη.2. μετατρέπω σε λεπτότατα σταγονίδια (κονι-ορτώδη).3. διασπώ• διασκορπίζω, σκορπώ• κατατεμαχίζω.1. κονιοποιούμαι• κονιορτοποιούμαι.2. μετατρέπομαι σε κονιορτώδη σταγονίδια.3. διασπείρομαι, διασκορπίζομαι, διασπώμαικατατεμαχίζομαι. -
11 рассеять
-ею, -еешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. рассеянный, βρ: • -ян, -а, -оρ.σ.μ.1. σπείρω, σπέρνω•рассеять семена σπέρνω σπόρους.
2. διασπείρω, κατανέμω σε διάφορα σημεία•школы по всей стране φτιάχνω σ όλη τη χώρα σχολεία.
3. διαχέω• εκπέμπω•рассеять свет διαχέω το φως.
4. διασκορπίζω• διαλύω•ветер -ял тучи ο άνεμος σκόρπισε τα σύννεφα•
неприятельскую каваллерию διασκορπίζω το εχθρικό ιππικό.
|| μτφ. διαλύω, εξαλείφω• διώχνω•рассеять подозрения διαλύω τις υποψίες•
рассеять скуку διώχνω την πλήξη•
рассеять опасения διαλύω τους φόβους.
1. εποικίζομαι, στεγάζομαι χωριστά.2. διαχέομαι.3. διασκορπίζομαι•неприятель -лся под нашим огнм ο εχθρός διασκορπίστηκε από τα πυρά μας•
тучи -лись τα σύννεφα σκόρπισαν (διαλύθηκαν).
|| περνώ, παρέρχομαι•гнев -лся ο θυμός πέρασε.
4. μτφ. ξεσκάζω, ανακουφίζομαι.
См. также в других словарях:
διασκορπίζομαι — διασκορπίζομαι, διασκορπίστηκα, διασκορπισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συνεκδιαφορούμαι — έομαι, Α διασκορπίζομαι συγχρόνως ή επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκδιαφοροῦμαι «τεντώνομαι, διασκορπίζομαι»] … Dictionary of Greek
αμφιχέω — ἀμφιχέω (Α) Ι. ενεργ. περιχύνω, περιβάλλω παθ. 1. χύνομαι, διασκορπίζομαι παντού 2. (για πρόσωπα) περιπτύσσομαι, πέφτω στην αγκαλιά κάποιου, αγκαλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + χέω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμφίχυτος] … Dictionary of Greek
ανακίδναμαι — ἀνακίδναμαι (Α) σκορπίζομαι, υψώνομαι προς τα επάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κίδναμαι «εξαπλώνομαι, διασκορπίζομαι», παθητ. τού άχρηστου κίδνημι, ποιητ. αντί σκεδάννυμαι] … Dictionary of Greek
αποκίδναμαι — ἀποκίδναμαι (Α) [κίδναμαι] παθ. διασκορπίζομαι … Dictionary of Greek
αποσκίδναμαι — ἀποσκίδναμαι κ. κίδναμαι (Α) [σκίδνημι] διασκορπίζομαι … Dictionary of Greek
αποχέω — ἀποχέω (Α) Ι. 1. εκχέω, χύνω έξω, σκορπίζω II. ( ομαι) 1. διασκορπίζομαι χάμω 2. (για στάχια) ξεπροβάλλω, ξεπετιέμαι … Dictionary of Greek
διακλέπτω — (Α) 1. κλέβω κατά διάφορα χρονικά διαστήματα, κλέβω κάθε τόσο 2. συγκαλύπτω 3. αποτρέπω κάποιο κακό 4. (για διάστημα χρόνου) αδρανώ, απρακτώ 5. ( ομαι) (για στρατιώτες) διασκορπίζομαι, λιποτακτώ … Dictionary of Greek
διαρρέω — (AM διαρρέω) 1. ρέω κατά μήκος ή διά μέσου 2. (για δοχεία, σκεύη κ.λπ.) δεν έχω στεγανότητα 3. (για χρόνο) παρέρχομαι, περνώ σιγά σιγά 4. ξεγλιστρώ, διαφεύγω απαρατήρητος αρχ. μσν. εξαφανίζομαι, διασκορπίζομαι αρχ. 1. (για φήμη) α) θεωρούμαι… … Dictionary of Greek
διατρέω — (Α) [τρέω] 1. διασκορπίζομαι 2. τρέπομαι έντρομος σε φυγή … Dictionary of Greek
διαφέρω — (ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ) 1. έχω διαφορά, είμαι ανόμοιος, διάφορος, ξεχωρίζω («αυτά τα χρώματα διαφέρουν») 2. είμαι διαφορετικός από άλλο («σὺ νῡν διάφερε τῶν κακῶν», Ευρ. Ορ.) 3. υπερέχω, διακρίνομαι, είμαι ανώτερος, πλεονεκτώ («διαφέροντες καὶ… … Dictionary of Greek