-
1 διασκευάζω
A get ready, set in order, τι Plb.15.27.9:—[voice] Pass., PTeb. 24.32 (ii B. C.).II equip,τινὰ βασιλικῶς Luc.Nec.16
:—[voice] Pass., εἰς Σατύρους διεσκευασμένοι dressed as.., Plu.Ant.24; ὅπλοις Aen. Tact.26.1:—[voice] Med., prepare for oneself, provide,τἆλλα ὡς ἐς πλοῦν Th.4.38
; arm, equip or prepare oneself,ὡς εἰς μάχην X.HG4.2.19
;διεσκευάσθαι πρὸς τὸν δῆμον Din.1.70
; διασκευάσασθαι πρὸς τοὺς δικαστάς prepare all one's tricks for a trial, X.Ath.3.7.III [voice] Med., διασκευασάμενος τὴν οὐσίαν having disposed of one's property, D.29.3.2 compile,ἐκ πολλῶν [βιβλίων Gal.15.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διασκευάζω
-
2 διασκεύασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διασκεύασμα
-
3 διασκευαστής
A reviser, editor of a poem, Sch.Il.6.441.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διασκευαστής
-
4 διασκευαστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διασκευαστικός
-
5 διασκευή
διασκευ-ή, ἡ,A construction, Aristeas 64, al.II equipment,δ. νομαδική Plb.8.29.7
;δ. πολεμική D.S.4.38
; furniture or vessels,τῆς σκηνῆς LXXEx.31.7
, cf. Plb.30.26.3, Agatharch.8(pl.).V = ἀνασκευή, δ. καὶ χλευασμὸς τοῦ διδασκαλείου Porph.VP53.VI theatrical performance,κωμῳδίαι καὶ δ. D.Chr.32.94
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διασκευή
-
6 διασκευωρέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διασκευωρέω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский