-
1 διασκεδάζω
[дьяскедазо] р.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διασκεδάζω
-
2 веселить
-
3 забавляться
заба́в||ля́тьсяγλεντῶ, διασκεδάζω, τέρπομαι:\забавлятьсяляться чем-л. διασκεδάζω μέ κάτι. -
4 занимать
занимать Iнесов (брать взаймы) δανείζομαι, παίρνω δανεικά.занима||ть IIнесов1. καταλαμβάνω, πιάνω, κρατώ:\занимать много места πιάνω πολύ τόπο· \занимать квартиру из трех комнат κρατῶ διαμέρισμα μέ τρία δωμάτια· \занимать первое место (на соревнованиях и т. п.) παίρνω (или καταλαμβάνω) τήν πρώτη θέση· \заниматьйте места! καταλάβατε τίς θέσεις!·2. (завоевывать) καταλαμβάνω, παίρνω, κυριεύω:\занимать город за городом κυριεύω τή μιά πόλη μετά τήν ἄλλη·3. (интересозать) ἀπασχολώ:эта мысль меня очень \заниматьет αὐτή ἡ σκέψη μέ ἀπασχολεί πολύ·4. (развлекать) διασκεδάζω κάποιον:\занимать гостей διασκεδάζω τους μουσαφίρηδες· ◊ у меня дух \заниматьет, когда... μου κόβεται (или πιάνεται) ἡ ἀνασα, ὀταν... -
5 тешить
тешитьнесов1. (развлекать, веселить) διασκεδάζω (μετ.), ψυχαγωγώ:\тешить ребят διασκεδάζω τά παιδιά· \тешить взор χαίρεσαι νά τό βλέπεις·2. (успокаивать) παρηγορώ, βαυκαλίζω:\тешить себя надеждами βαυκαλίζομαι μέ τήν ἐλπίδα. -
6 веселить
-
7 забавлять
ρ.δ.μ. διασκεδάζω, τέρπω, ψυχαγωγώ•он -ял гостей шутками и анекдотами αυτός διασκέδαζε τους φιλοξενούμενους με αστεία και ανέκδοτα•
ваши угрозы меня только -яют οι φοβέρες σας με διασκεδάζουν (μόνο).
διασκεδάζω, τέρπομαι, ψυχαγωγούμαι. -
8 натешить
-шу, -шишьρ.σ.μ.χορταίνω, ικανοποιώ πλήρως, απολαβαινω διασκεδάζω.διασκεδάζω, χαροποιούμαι. || κοροϊδεύω, περιγελώ, εμπαίζω πολύ. -
9 повеселить
ρ.σ.μ. φαιδρύνω, ιλαρύνω, δίνω κέφι, διασκεδάζω, χαροποιώ.φαιδρύνομαι, διασκεδάζω, γλεντώ. -
10 проветрить
ρ.σ.μ.1. αερίζω•проветрить зал αερίζω την αίθουσα.
2. μτφ. διασκεδάζω μεταβαίνω χάρη αναψυχής ξεσκάω.1. αερίζομαι•комната -лась το δωμάτιο αερίστηκε.
2. διασκεδάζω, ξεσκάω. -
11 развлечь
-еку, -ечшь, -екут, παρλθ. χρ. развлк, -лекла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. развлеченный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ.1. διασκεδάζω, τέρπω, ψυχαγωγώ• — ребнка играми ψυχαγωγώ το παιδάκι με παιγνίδια. || παλ. εμποδίζω, αποσπώ την προσοχή.2. φαιδρύνω, κάνω κέφι, φέρω ευθυμία.διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι, τέρπομαι. -
12 тешить
-шу, -шишьρ.δ.μ.1. διασκεδάζω, τέρπω, ψυχαγωγώ. || ικανοποιώ•тешить своё самолюбие ικανοποιώ τον εγωισμό μου ή το φιλότιμο μου.
2. παρηγορώ, βαυκαλίζω•тешить себя на-дждами βαυκαλίζω τον εαυτό μου με ελπίδες.
1. διασκεδάζω, τέρπομαι, ψυχαγωγούμαι. || ικανοποιούμαι, ευχαριστιέμαι• αρέσκομαι.2. γελώ με κακία• περιγελώ, κοροϊδεύω, χλευάζω.3. παρηγορούμαι, βαυκαλίζομαι. -
13 увеселять
-
14 веселиться
= веселитьδιασκεδάζω, γλεντώ -
15 развлечь
= развлечься -
16 веселить
веселитьнесов διασκεδάζω κάποιον. -
17 веселиться
веселить||сяδιασκεδάζω, εὐθυμώ, γλεντώ. -
18 гулять
гулятьнесов1. κάνω περίπατο, κάνω βόλτα, σεργιανίζω·2. (быть без дела) разг εἶμαι ἀργόσχολος, ἀργώ·3. (веселиться) разг διασκεδάζω/ γλεντώ (кутить). -
19 забавлять
заба́в||лятьпесо β. διασκεδάζω, τέρπω. -
20 повеселить
повеселитьсов διασκεδάζω (μετ.) (.λίγο καιρό).
См. также в других словарях:
διασκεδάζω — disperse pres subj act 1st sg διασκεδάζω disperse pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκεδάζω — διασκεδάζω, διασκέδασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διασκεδάζω — (AM διασκεδάννυμι Μ και διασκεδάζω) διασκορπίζω, αποδιώχνω νεοελλ. 1. ψυχαγωγώ, προκαλώ σε κάποιον ευθυμία, ευχαρίστηση 2. ψυχαγωγούμαι, μετέχω σε διασκέδαση αρχ. 1. διαλύω («τὸν στρατὸν διεσκέδασε») 2. εξαφανίζω 3. ( ομαι) (για φήμη) διαδίδομαι … Dictionary of Greek
διασκεδάζω — διασκέδασα, διασκεδάστηκα, διασκεδασμένος 1. διαλύω και διασκορπίζω δυσάρεστα συναισθήματα: Διασκέδασα τις ανησυχίες μου. 2. ψυχαγωγώ, κάνω κάποιον να περνάει ευχάριστα: Πάντα μας διασκεδάζει η παρέα σου. 3. περνώ ευχάριστα, ψυχαγωγούμαι: Δεν έχω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διασκεδάζῃ — διασκεδάζω disperse pres subj mp 2nd sg διασκεδάζω disperse pres ind mp 2nd sg διασκεδάζω disperse pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκεδάζει — διασκεδάζω disperse pres ind mp 2nd sg διασκεδάζω disperse pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκεδάζοντα — διασκεδάζω disperse pres part act neut nom/voc/acc pl διασκεδάζω disperse pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκεδάζοντι — διασκεδάζω disperse pres part act masc/neut dat sg διασκεδάζω disperse pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκεδάζουσι — διασκεδάζω disperse pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διασκεδάζω disperse pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκεδάζουσιν — διασκεδάζω disperse pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διασκεδάζω disperse pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκεδαζομένη — διασκεδάζω disperse pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)