-
1 διαπλεκω
1) переплетать, сплетать, плести(θαυματὰ ἔργα HH.; φιλύρην Her.; ζώνια καὴ κεκρυφάλους Plut.)
2) строить, устраивать, замышлять(ἀγὰν ποτὴ πάντας Pind.)
3) слагать, сочинять(οὔλιον θρῆνον Pind.)
4) распространять5) воен. развертывать(τὸν στρατον Plut.)
6) ( чаще δ. βίον Plat.) проводить жизнь, жить(μετ΄ ὀρνίθων Arph.)
διαπλέξαντος τὸν βίον εὖ Her. — благополучно дожив до конца своих дней -
2 διαπλέκω
μετ. переплетать, сплетать; вплетать; заплетать -
3 αντιδιαπλεκω
См. также в других словарях:
διαπλέκω — weave pres subj act 1st sg διαπλέκω weave pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπλέκω — (Α διαπλέκω) 1. συμπλέκω, πλέκω κάτι μαζί με κάτι άλλο ή μέσα σε κάτι άλλο 2. πλέκω από την αρχή ώς το τέλος αρχ. 1. δοκιμάζω πλέξιμο 2. παθ. συμπλέκω 3. ζω («διαπλέκω μετ ὀρνίθων» ζω μαζί με τα πουλιά … Dictionary of Greek
διαπεπλεγμένα — διαπλέκω weave perf part mp neut nom/voc/acc pl διαπεπλεγμένᾱ , διαπλέκω weave perf part mp fem nom/voc/acc dual διαπεπλεγμένᾱ , διαπλέκω weave perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπλέξει — διαπλέκω weave aor subj act 3rd sg (epic) διαπλέκω weave fut ind mid 2nd sg διαπλέκω weave fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπεπλεγμέναι — διαπλέκω weave perf part mp fem nom/voc pl διαπεπλεγμένᾱͅ , διαπλέκω weave perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπεπλεγμένον — διαπλέκω weave perf part mp masc acc sg διαπλέκω weave perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπεπλεγμένων — διαπλέκω weave perf part mp fem gen pl διαπλέκω weave perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπλακέντα — διαπλέκω weave aor part pass neut nom/voc/acc pl διαπλέκω weave aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπλεκομένων — διαπλέκω weave pres part mp fem gen pl διαπλέκω weave pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπλεκόμεθα — διαπλέκω weave pres ind mp 1st pl διαπλέκω weave imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπλεκόμενον — διαπλέκω weave pres part mp masc acc sg διαπλέκω weave pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)