-
1 διαπέταται
διαπέταμαιpres ind mp 3rd sg -
2 δια-πέτομαι
δια-πέτομαι (s. πέτομαι) durchfliegen, hinfliegen; Homer: Odyss. 1, 320 ἀπέβη Ἀϑήνη, ὄρνις δ' ἃς ἀνοπαῖα διέπτατο; Iliad. 15. 83. 172 ἃς κραιπνῶς μεμαυῖα διέπτατο πότνια Ἥρη (ὠκέα Ιρις); Iliad. 5, 99 διὰ δ' ἔπτατο πικρὸς ὀιστός. – Folgende: διαπέταται v. l. bei Soph. O. R. 1310; διέπτην, Luc D. Mer. 9, 4; – 1) durchfliegen, διὰ τῆς πόλεως Ar. Av. 1217; vom Blitze, Eur. Suppl. 860. – Von einem Gerüchte, sich verbreiten, Hdn. 2, 8, 12. – 2) hinschwinden, ταῦτα διέπτατο ταχύ Plat. Legg. III, 685 a; vgl. Phaed. 70 a.
-
3 διαπέτομαι
διαπέτομαι ( [full] διΐπταμαι Hdn., v.infr.), [tense] aor.- επτάμην (v. infr.): [tense] aor. [voice] Act.A- έπτην Luc.DMeretr.9.4
: [tense] pres.διαπέταται S.OT 1310
(lyr.) is f.l. for διαπωτᾶται:—fly through,διὰ δ' ἔπτατο πικρὸς ὀϊστός Il.5.99
;ὁρᾷς τὸν ἁβρὸν οὗ βέλος διέπτατο E.Supp. 860
;δ. διὰ τῆς πόλεως Ar.Av. 1217
: c. acc., E.Med.1, Ar.V. 1086.III of a report, fly in all directions,διϊπταμένη ἡ φήμη Hdn.2.8.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαπέτομαι
См. также в других словарях:
διαπέταται — διαπέταμαι pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)