-
1 διανομής
διανομεύςdistributor: masc nom plδιανομεύςdistributor: masc nom /voc plδιανομήdistribution: fem gen sg (attic epic ionic) -
2 διανομῆς
διανομεύςdistributor: masc nom plδιανομεύςdistributor: masc nom /voc plδιανομήdistribution: fem gen sg (attic epic ionic) -
3 раздаточный
επ.διανομητικός, της διανομής, (επι)μερ ιστ ικός.• раздаточный пункт κέντρο διανομής.раздаточныйая θ. κέντρο διανομής. -
4 ковш
1. (мет., подъёмно-транспортных машин) о κάδοςпромежуточный мет. - ενδιάμεσος -2. мор. ο κόλπος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ковш
-
5 механизм
1. (внутреннее устройство машины, прибора, аппарата и т.п., приводящее их в действие) о μηχανισμός, το μηχάνημα, η συσκευήвыключающий полигр. - αποσύνδεσηςглавные - ы мор. οι κύριεςμηχανέςделительный - διαιρετός -, διανεμητικός -очистительный с.-х. - καθαρισμούпалубные - ы мор. τα μηχανήματα καταστρώματος- μείωσηςтормозной - φρεναρίσματος/πέ-δησηςщёточный эл. - των ψύ-κτρων2. (совокупность состояний и процессов) η διαδικασία, ο τρόπος 3. (внутреннее устройство, система чего-л.) о μηχανισμός, η μηχανή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > механизм
-
6 распределениейтельный
распределение||йтельныйприл в разн. знач. διανεμητικός, τής διανομής, τής κατανομής:\распределениейтельныйи́тельный щит зл. ὁ πίνακας διανομής ρεύματος. -
7 разливательный
επ.για χύσιμο• της διανομής•-ая ложка κουτάλα διανομής.
-
8 разносный
επ.της μεταφοράς• της διανομής•-ая книга βιβλίο διανομής (εγγράφων, επιστολών).
|| μεταφορ ικάς στο σπίτι (για εμπορεύματα). || επικριτικός, κατακρ ιτικόςαποδοκιμαστέος• δυσμενής. -
9 электрораспределительный
επ.της διανομής ηλεκτρικού ρεύματος•электрораспределительный щит ηλεκτρικός πίνακας διανομής ηλεκτρικού ρεύματος.
-
10 батарея
1. (источник тока) η ηλεκτρική συστοιχίαразг. η μπαταρία (ξεν.)аварийная - ανάγκης, εφεδρική -гальваническая - πρωτογενής -, γαλβανική -2. (совокупность однотипных приборов, устройств и т.п.) η συστοιχία, η ομάδαцентральная (тлф.) - κεντρική -3. (отопления) το σώμα θέρμανσης 4. (военная) η συστοιχία (των πυροβόλων), η πυροβολαρχία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > батарея
-
11 бетонораздатчик
το μηχάνημα διανομής σκυροκονιάματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бетонораздатчик
-
12 бункер
1. мор. (топливная цистерна) η αποθήκη καυσίμωνугольный - του άνθρακα, η ανθρακαποθήκη2. мор. (топливо) τα καύσιμα (για εφοδιασμό του πλοίου) 3. (для хранения сыпучих и кусковых материалов) η αποθήκη, το αμπάρι- для скрапа мет. - παλιοσίδηρων- με σκραπРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бункер
-
13 вентиль
1. (трубопроводный) η βαλβίδα 2. (электрический) о ανορθωτής 3. (электронная схема) η πύλη 4. (волноводный, СВЧ) ο μονωτήρας 5. муз. η βαλβίδα πνευστώνη βαλβίδα ρύθμισης μήκους (οργάνου)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вентиль
-
14 время
1. (мера длительности происходящего, существующего) о χρόν/οςо καιρός, η διάρκειαс течением - ени με τον καιρό, με την πάροδο του - ου- вычисления - εκτέλεσης υπολογισμών, υπολογιστικός -гражданское - πολιτικός -, η πολιτική ώραистинное - астр. αληθής --среднее Гринвичское - см. всемирное -стояночное - οι ώρες αναμονής, η σταλία/οι στα-λίεςходовое - мор. πλεύσιμος -эфирное ο ραδιοχρόνος, η διάρκεια ραδιοεκπομπήςэфемеридное астр. - των (αστρο)εφημερίδων2. грам. о χρόνος 3. (период, эпоха) η εποχ/ήвремена года - ες του χρόνου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > время
-
15 гидрораспределитель
η υδραυλική βαλβίδα ελέγχου/διανομής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гидрораспределитель
-
16 головка
тех. η κεφαλήзвукозаписывающая - τ4ζ 4Χ°ΥΡάφησης- иглы текст. - τηςβελόναςмногодорожечная вчт. - πολλών διαδρομώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > головка
-
17 доска
1. (деревянная) η σανίδ/α, το σανίδιполовая - του δαπέδου/πατώματος2. (пла-стина, плита) η πλάκαчертёжная - о πίνακας σχεδιάσεων, το σχεδιαστήριο3. маш. η πλάκαнаборная - (по-лигр.) τυπογραφική -, ο σελιδοθέτηςотражательная (громкоговорителя) о σιγαστήρας μεγαφώνου, το χώρισμα των ηχείωνпредохранительная - της ασφαλείας, προστατευτική -трубная - (котла) αυλοφόρος -, ο καθρέπτης του λέβητα4. эл. о πίνακαςключевая (тлф.) - το πληκτρολόγιοτο ταμπλώ (ξεν.)распределительная - с.-х. - διανομής5. мор. η σανίδαтранцевая - (лодки) το έλασμα ή η επιγκενίδα επιπέδου της πρύμνης, разг. η παπαδιά б.(счётная) η πλάκα, ο άβαξο άβακας, το αβάκιο7. (класс-ная) о πίνακας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > доска
-
18 золотник
1. (в паровых машинах) о ατμονομέας, ο ατμοσύρτης 2. (клапан управления в гидро- или пневмоусилителях и исполнительных механизмах) η κύρια βαλβίδα, η βαλβίδα ελέγχου 3. (старая русская мера веса) παλιά ρωσική μονάδα βάρους (ισούται με 4,26 γραμμάρια).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > золотник
-
19 издержки
мн. τα έξοδα (πλ.)- διανομήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > издержки
-
20 изолятор
1. (физ., эл.) о μονωτήρας, о μονωτήςорешковый - эл. καρυοειδής -2. (помещение) το απο-μονωτήριο (ιατρείο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изолятор
См. также в других словарях:
διανομῆς — διανομεύς distributor masc nom pl διανομεύς distributor masc nom/voc pl διανομή distribution fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek
κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… … Dictionary of Greek
τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… … Dictionary of Greek
γραφομηχανή — Εκτυπωτική μηχανή σε φύλλο χαρτιού, με χαρακτήρες παρόμοιους με τα στοιχεία του Τύπου. Η μηχανή αυτή λειτουργεί με πλήκτρα και αντικαθιστά τη γραφή με το χέρι. Η γ. στην κανονική της μορφή αποτελείται από το κινητό μέρος της, που ονομάζεται όχημα … Dictionary of Greek
υδραγωγείο — Σύστημα αγωγών που προορίζονται να μεταφέρουν νερό από άλλη περιοχή σ’ εκείνην της κατανάλωσης. Η ανάγκη μεταφοράς νερού από τις πηγές στα κατοικημένα κέντρα υπήρξε αισθητή από την προϊστορία. Ανάμεσα στα αρχαιότερα έργα του είδους, των οποίων… … Dictionary of Greek
βαλβίδα — Όργανο ή σύστημα για τη ρύθμιση της ροής. Στην υδραυλική, β. λέγεται το σύστημα που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο τμημάτων ενός αγωγού υπό πίεση, για να ρυθμίζει τη ροή του ρευστού στον αγωγό. Αποτελείται από ένα μεταλλικό σώμα και από ένα, επίσης… … Dictionary of Greek
διανομέας — Όργανο ή σύνολο οργάνων με τα οποία εισάγεται στις μηχανές που λειτουργούν με κινητήριο ρευστό το ρευστό αυτό. Στις παλινδρομικές ατμομηχανές ο δ. ρυθμίζει τις διάφορες φάσεις του κινητήριου ρευστού στο εσωτερικό του κυλίνδρου, με το άνοιγμα και… … Dictionary of Greek
διανομή — Όρος που στην οικονομία περιγράφει το σύνολο των πράξεων οι οποίες είναι αναγκαίες για την προώθηση των καταναλωτικών αγαθών από τον παραγωγό στον καταναλωτή. Η διαδικασία για να φτάσουν τα αγαθά, τα προϊόντα και τα εμπορεύματα από τον τόπο… … Dictionary of Greek
διαφήμιση — Κάθε ενέργεια η οποία αποβλέπει στη διάδοση πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς. H δ. είναι μια μορφή της γενικότερης δραστηριότητας που αναλαμβάνει τη διάδοση πληροφοριών, οι οποίες απευθύνονται σε μια ομάδα ανθρώπων με σκοπό να επηρεάσουν τη… … Dictionary of Greek