-
1 διαμιγνυμι
-
2 διαμιγνυω...
См. также в других словарях:
διαμίγνυμι — (Α) ανακατεύω διαφορετικά στοιχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μείγνυμι] … Dictionary of Greek
διαμίσγω — (Α) διαμίγνυμι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μείγνυμι] … Dictionary of Greek
1 διαμιγνυμι
2 διαμιγνυω...
διαμίγνυμι — (Α) ανακατεύω διαφορετικά στοιχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μείγνυμι] … Dictionary of Greek
διαμίσγω — (Α) διαμίγνυμι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μείγνυμι] … Dictionary of Greek