-
1 διαλλάσσομαι
διαλλάσσομαι pass.: 3 sg. fut. διαλλαγήσεται 1 Km 29:4; 2 aor. διηλλάγην, impv. διαλλάγηθι; pf. ptc. διηλλαγμένος LXX to be restored to normal relations or harmony w. someone, become reconciled τινί to someone (s. ἀλλάσσω, διαλλαγή, καταλλάσσω, καταλλαγή; Aeschyl.; Pla., Symp. 193c; Thu. 8, 70, 2; Plut., Them. 114 [6, 3]; BGU 846, 10; PGiss 17, 13f; 1 Km 29:4; 1 Esdr 4:31; Jos., Ant. 16, 125; 335) Mt 5:24 (impv. as Vi. Aesopi W 100 P.). Abs. D 14:2.—Cp. act. ‘alter, change’ (Just., D. 10, 3; Ath. 24, 5; Wsd 19:18) or ‘be different’ ἑπτὰ ὄρη τοῦ ἑκατέρου διαλλάσσοντα En 24:2 (cp. Wsd 15:4 χρώμασι διηλλαγμένοις).—DELG s.v. ἄλλος. M-M. TW. Spicq.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > διαλλάσσομαι
-
2 διαλλάσσομαι
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διαλλάσσομαι
-
3 διαλλάσσομαι
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διαλλάσσομαι
-
4 διαλλάσσομαι
примирять, мирить; ср.з.-страд. мириться.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > διαλλάσσομαι
-
5 διαλλάσσομαι
διαλλάσσωinterchange: pres ind mp 1st sgδιαλλάσσωinterchange: pres ind mp 1st sg -
6 διαλλάσσω
διαλλάττ||ω (αόρ. διήλλαξα, παθ. αόρ. διηλλάγην и διηλλάχθην) μη. уст. мирить, примирять;διαλλάσσομαι — мириться, примиряться
-
7 1259
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1259
-
8 καταλλαγή
καταλλαγή, ῆς, ἡ (s. next entry) reestablishment of an interrupted or broken relationship, reconciliation (so Aeschyl., Sept. 767; Demosth. 1, 4) with God (2 Macc 5:20; Philo, Exs. 166 αἱ πρὸς τὸν πατέρα [=God] καταλλαγαί [in Philo always pl.]), which, acc. to Paul, is brought about by God alone (s. καταλλάσσω a). κ. κόσμου (opp. ἀποβολή) Ro 11:15; λόγος τῆς κ. the word of reconciliation 2 Cor 5:19 (cp. the function of judges [IPriene 53] and envoys [Dio Chrys. 38, 18], s. FDanker, Augsburg Comm: II Cor ’89, 83; Breytenbach 64f; s. also διαλλασσομαι, πρεσβεύω) διακονία τῆς κ. ministry of rec. vs. 18. Since humans are not active in this dispensation fr. God, they are said τ. καταλλαγὴν λαμβάνειν to receive reconciliation Ro 5:11.—EGvanLeeuwen, De καταλλαγή: ThSt 28, 1910, 159–71; ANygren, D. Versöhnung als Gottestat ’32; CBreytenbach, Versöhnung, ’89; idem NTS 39, ’93, 59–79; AdeOliveira, Die Diakonie der Gerechtigkeit und der Versöhnung in der Apologie des 2 Korintherbriefes, ’90.—EDNT. DELG s.v. ἄλλος. M-M. TW. Spicq.
См. также в других словарях:
διαλλάσσομαι — διαλλάσσω interchange pres ind mp 1st sg διαλλάσσω interchange pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευδιάλλακτος — η, ο (ΑΜ εὐδιάλλακτος, ον) αυτός που διαλλάσσεται εύκολα, που συμφιλιώνεται και συγχωρεί («εὐμενῆ καὶ εὐδιάλλακτον τὸν ἀγαθὸν καὶ φιλάνθρωπον Θεὸν ἡμῶν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διάλλακτος (< διαλλάσσομαι) πρβλ. α διάλλακτος, δυσ διάλλακτος] … Dictionary of Greek