Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

διαλανθάνω

  • 1 διαλανθανω

        (fut. διαλήσω, aor. 2 διέλαθον, pf. διαλέληθα) быть скрытым, незаметным
        

    (ὅ διαλεληθὼς σοφός Plut.)

        διαλαθὼν εἰσέρχεται Thuc. — он незаметно входит;
        σὲ τοῦτο διαλέληθε Plat. — это от тебя ускользнуло;
        οὐδὲ γὰρ ἐμὲ τοῦτο διέλαθεν Isocr. — я этого не упустил из виду;
        θεοὺς διαλαθεῖν Xen. — укрыться от богов;
        διαλήσει χρηστὸς ὤν Isocr. — никто не узнает, что он честен;
        ἵνα μέ τοιοῦτοι διαλάθοιεν Isocr. — чтобы такие (люди) не оставались в безвестности;
        δεῖ μέ διαλεληθέναι, πῶς … Arst. — не должно оставаться неизвестным, каким образом …

    Древнегреческо-русский словарь > διαλανθανω

  • 2 διαλανθάνω

    (αόρ. διέλαθον) 1. μετ. ускользать (от когочего-л.); оставаться незамеченным (кем.-л.);

    διαλανθάνω την προσοχή — обмануть бдительность;

    2. αμετ. исчезать, скрываться;

    διαλανθάνω απαρατήρητος μεταξύ τού πλήθους — незаметно исчезнуть в толпе

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > διαλανθάνω

См. также в других словарях:

  • διαλανθάνω — (AM διαλανθάνω) [λανθάνω] 1. διαφεύγω από την προσοχή κάποιου 2. μένω απαρατήρητος μσν. λησμονώ …   Dictionary of Greek

  • διαλάθῃ — διαλανθάνω Acut. (Sp.) aor subj mp 2nd sg διαλανθάνω Acut. (Sp.) aor subj act 3rd sg διαλανθάνω Acut. (Sp.) aor subj mid 2nd sg διαλά̱θῃ , διαλανθάνω Acut. (Sp.) pres subj mp 2nd sg (doric) διαλά̱θῃ , διαλανθάνω Acut. (Sp.) pres ind mp 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλαθόντων — διαλανθάνω Acut. (Sp.) aor part act masc/neut gen pl διαλανθάνω Acut. (Sp.) aor imperat act 3rd pl διαλᾱθόντων , διαλανθάνω Acut. (Sp.) pres part act masc/neut gen pl (doric) διαλᾱθόντων , διαλανθάνω Acut. (Sp.) pres imperat act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διέλαθον — διαλανθάνω Acut. (Sp.) aor ind act 3rd pl διαλανθάνω Acut. (Sp.) aor ind act 1st sg διέλᾱθον , διαλανθάνω Acut. (Sp.) imperf ind act 3rd pl (doric) διέλᾱθον , διαλανθάνω Acut. (Sp.) imperf ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλανθάνῃ — διαλανθάνω Acut. (Sp.) pres subj mp 2nd sg διαλανθάνω Acut. (Sp.) pres ind mp 2nd sg διαλανθάνω Acut. (Sp.) pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλάθωμαι — διαλανθάνω Acut. (Sp.) aor subj mp 1st sg διαλανθάνω Acut. (Sp.) aor subj mid 1st sg διαλά̱θωμαι , διαλανθάνω Acut. (Sp.) pres subj mp 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλήσει — διαλανθάνω Acut. (Sp.) aor subj act 3rd sg (epic) διαλανθάνω Acut. (Sp.) fut ind mid 2nd sg διαλανθάνω Acut. (Sp.) fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλαθόν — διαλανθάνω Acut. (Sp.) aor part act masc voc sg διαλανθάνω Acut. (Sp.) aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλαθόντα — διαλανθάνω Acut. (Sp.) aor part act neut nom/voc/acc pl διαλανθάνω Acut. (Sp.) aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλανθανόντων — διαλανθάνω Acut. (Sp.) pres part act masc/neut gen pl διαλανθάνω Acut. (Sp.) pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλανθάνει — διαλανθάνω Acut. (Sp.) pres ind mp 2nd sg διαλανθάνω Acut. (Sp.) pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»