-
1 διακοπτω
1) разрубать, рассекать, разбивать, разламывать(μοχλόν Thuc., Polyb.; τὰ κλεῖθρα Xen.; τὸν κρύσταλλον Arst.; τόν θώρακα τῷ δόρατι Plut.)
2) отрубать, отсекать(ξίφει τέν χεῖρα Plut.)
3) наносить раны, ранить4) разрывать, прорывать(τέν κοιλίαν Arst.; воен. τάξιν Xen., Polyb.; φάλαγγα Plut.)
5) прерывать, прекращать(τὰς πρός τινα διαλύσεις Polyb.; τέν κοινολογίαν Plut.)
6) разрывать, расторгать(συνθήκας, τέν πρός τινα συμμαχίαν Polyb.)
7) разлучать, разделять(τινάς Plut.)
8) обрывать(τέν περίοδον Arst.)
9) пробиваться, прорыватьсяτὸ βέλος διακόψαν ἄχρι τοῦ διελθεῖν Luc. — стрела, впившаяся глубоко -
2 διακόπτω
(αόρ. διέκοψα, παθ. αόρ. διεκόπην) μετ.1) прерывать, прекращать; порывать, разрывать (отношения);διακόπτω την σιωπή — а) прерывать молчание; — б) заговорить;
διακόπτω την εργασία — прерывать, прекращать работу;
διακόπτω τίς σχέσεις — рвать отношения;
2) разъединять, размыкать (провода); выключить (ток, воду);3) прерывать, перебивать (разговор, оратора); μας διέκοψαν нас прервали, нас разъединили (по телефону) -
3 διακόπτω
[дьякопто] р. прерывать, останавливать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διακόπτω
-
4 διακόπτω
[дьякопто] ρ прерывать, останавливать. -
5 ομιλητής
ο, ομιλήτρια η докладчик; оратор; лектор;διακόπτω τον ομιλητή — прерывать выступающего
-
6 συγκοινωνία
η сообщение; связь; коммуникация; транспорт;ταχτική συγκοινωνία — регулярное сообщение;
αεροπορική (σιδηροδρομική) συγκοινωνία — воздушное (железнодорожное) сообщение, воздушный (железнодорожный) транспорт;
αστική (θαλάσσια) συγκοινωνία — городской (водный или морской) транспорт;
ταχυδρομική (τηλεφωνική) συγκοινωνία — почтовая (телефонная) связь;
συγκοινωνία αγγείων — сообщение сосудов;
συγκοινωνία δωματίων — анфилада комнат;
μέσα συγκοινωνίας — а) средства сообщения, коммуникации; — транспорт; — б) средства связи;
διακόπτω τη συγκοινωνία — перерезать коммуникации;
Υπουργείο Συγκοινωνίας министерство путей сообщения -
7 συμπλέκτης
ο тех сцепление; муфта сцепления;διακόπτω (συνδέω) συμπλέκτην — выключить (включать) сцепление
-
8 νηστεία
νηστεία η1) голод, недоедание, воздержание от пищи;2) пост:εβδομαδιαίες νηστείες (της Τετάρτης και της Παρασκευής) постные дни в течение недели (Среда и Пятница)
προαιρετική νηστεία — добровольный (подготовительный) пост перед принятием Тела и Крови Спасителя
κάνω / αρχίζω / διακόπτω τη νηστεία — держать / начинать / прекращать пост;
ΦΡ.Κυριακές των Νηστειών οι Воскресенья Великого Поста, то есть пять Воскресных дней перед Вербным Воскресеньем, когда служится Божественная Литургия святого Василия ВеликогоЭтим.< νήστης «голодный» < νη + εσθίω «не ем»*
См. также в других словарях:
διακόπτω — cut in two pres subj act 1st sg διακόπτω cut in two pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακόπτω — διακόπτω, διέκοψα βλ. πίν. 11 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διακόπτω — (AM διακόπτω) 1. κόβω κάτι σε δύο μέρη, λύω τη συνέχεια ή τη συνάφεια 2. αναστέλλω, σταματώ, προκαλώ προσωρινή ή διαρκή παύση νεοελλ. αντιλέγω και υποχρεώνω ομιλητή να σταματήσει αρχ. 1. διασπώ τις γραμμές τού εχθρού ή περνώ μέσα από τις τάξεις… … Dictionary of Greek
διακόπτω — διέκοψα, διακόπηκα, διακεκομμένος, κόβω τη συνέχεια, σταματώ κάτι προσωρινά ή οριστικά, αναστέλλω: Δεν θέλω να με διακόπτεις όταν μιλάω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διακεκομμένα — διακόπτω cut in two perf part mp neut nom/voc/acc pl διακεκομμένᾱ , διακόπτω cut in two perf part mp fem nom/voc/acc dual διακεκομμένᾱ , διακόπτω cut in two perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακόπτῃ — διακόπτω cut in two pres subj mp 2nd sg διακόπτω cut in two pres ind mp 2nd sg διακόπτω cut in two pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακόψουσι — διακόπτω cut in two aor subj act 3rd pl (epic) διακόπτω cut in two fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διακόπτω cut in two fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακόψω — διακόπτω cut in two aor subj act 1st sg διακόπτω cut in two fut ind act 1st sg διακόπτω cut in two aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακεκομμέναι — διακόπτω cut in two perf part mp fem nom/voc pl διακεκομμένᾱͅ , διακόπτω cut in two perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακεκομμένον — διακόπτω cut in two perf part mp masc acc sg διακόπτω cut in two perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακεκομμένων — διακόπτω cut in two perf part mp fem gen pl διακόπτω cut in two perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)