Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

διακωλύω

См. также в других словарях:

  • διακωλύω — (AM) παρεμποδίζω, παρακωλύω, συγκρατώ …   Dictionary of Greek

  • διακωλύω — διακωλύ̱ω , διακωλύω hinder pres subj act 1st sg διακωλύ̱ω , διακωλύω hinder pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακωλῦον — διακωλύω hinder pres part act masc voc sg διακωλύω hinder pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακωλῦσαι — διακωλύω hinder aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακωλῦσαν — διακωλύω hinder aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακωλύσουσ' — διακωλύ̱σουσα , διακωλύω hinder fut part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) διακωλύ̱σουσι , διακωλύω hinder aor subj act 3rd pl (epic) διακωλύ̱σουσι , διακωλύω hinder fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διακωλύ̱σουσι …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακωλύσει — διακωλύ̱σει , διακώλυσις hindering fem nom/voc/acc dual (attic epic) διακωλύ̱σεϊ , διακώλυσις hindering fem dat sg (epic) διακωλύ̱σει , διακώλυσις hindering fem dat sg (attic ionic) διακωλύ̱σει , διακωλύω hinder aor subj act 3rd sg (epic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακωλύσουσι — διακωλύ̱σουσι , διακωλύω hinder aor subj act 3rd pl (epic) διακωλύ̱σουσι , διακωλύω hinder fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διακωλύ̱σουσι , διακωλύω hinder fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακωλύσουσιν — διακωλύ̱σουσιν , διακωλύω hinder aor subj act 3rd pl (epic) διακωλύ̱σουσιν , διακωλύω hinder fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διακωλύ̱σουσιν , διακωλύω hinder fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακωλύσῃ — διακωλύ̱σηι , διακώλυσις hindering fem dat sg (epic) διακωλύ̱σῃ , διακωλύω hinder aor subj mid 2nd sg διακωλύ̱σῃ , διακωλύω hinder aor subj act 3rd sg διακωλύ̱σῃ , διακωλύω hinder fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακωλύῃ — διακωλύ̱ῃ , διακωλύω hinder pres subj mp 2nd sg διακωλύ̱ῃ , διακωλύω hinder pres ind mp 2nd sg διακωλύ̱ῃ , διακωλύω hinder pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»