-
1 διακρότως
διακρότωςindeclform (adverb) -
2 διακρότως
διακρότως, Adv.A = ἀποκρότως, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διακρότως
-
3 ἀπόκροτος
ἀπόκροτος, ον,A beaten or trodden hard, γῆ, χωρίον, Th.7.27, X.Eq. 7.15, cf. Hero Aut.2.1: generally, hard,χηλαὶ καὶ ὁπλαί Plu.2.98d
: Medic.,ἀρτηρία Gal.19.405
; πῶρος ib.442: metaph.,ψυχὴ λιθίνη καὶ ἀ. Ph.2.165
, cf. Ptol. Tetr. 155. Adv.- τως
without fail,PGrenf.
2.89.3 (vi A. D.), etc.; cf.Hsch. s.v. διακρότως.II of style, sonorous, Anon.in Rh.191.20, 225.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόκροτος
См. также в других словарях:
διακρότως — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)