-
1 διακινδυνευω
1) идти на опасность, вступать в бой(πρός и ἔς τι Thuc., πρό τινος Xen., περί τινος Dem. и πρός τινα Plut.)
ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος πρός τινα διακινδυνεῦσαι Lys. — вступить в бой с кем-л. на защиту Греции2) решаться, отваживаться, рисковать(ποιεῖν τι Thuc.)
δ. ἢ χρηστὸν γενέσθαι ἢ πονηρόν Plat. — идти на риск, учитывая, что дело может кончиться или хорошо, или плохо;διακεκινδυνευμένα φάρμακα Isocr. — крайние средства;διακινδυνευτέον τὸ φάναι καὴ πεφάσθω Plat. — на это утверждение можно и должно решиться;διακινδυνευθήσεσθαι (v. l.) μέλλων Dem. — который окажется под угрозой -
2 διακινδυνεύω
αμετ., μετ. рисковать;διακινδυνεύω την ζωήν μου — рисковать своей жизнью;
τα πάντα — рисковать всем -
3 διακινδυνεύω
[диакиндинэво] ρ подвергаться опасности, рисковать. -
4 συνδιακινδυνευω
вместе подвергаться опасности, идти на рискσ. τινί Her. и μετά τινος Plat. — делить опасность с кем-л.
См. также в других словарях:
διακινδυνεύω — run all risks pres subj act 1st sg διακινδυνεύω run all risks pres ind act 1st sg διακινδῡνεύω , διακινδυνεύω run all risks pres subj act 1st sg διακινδῡνεύω , διακινδυνεύω run all risks pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακινδυνεύω — διακινδυνεύω, διακινδύνευσα και διακινδύνεψα βλ. πίν. 19 , βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διακινδυνεύω — (AM διακινδυνεύω) 1. ριψοκινδυνεύω 2. εκθέτω κάτι σε κίνδυνο αρχ. επιχειρώ κάτι με κίνδυνο τής ζωής μου … Dictionary of Greek
διακινδυνεύω — διακινδύνεψα, διακινδυνευμένος 1. αμτβ., ριψοκινδυνεύω. 2. μτβ., εκθέτω σε πιθανό κίνδυνο: Στη δουλειά του δε διακινδυνεύει τη φήμη του με κανένα λάθος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διακινδυνεύσουσι — διακινδυνεύω run all risks aor subj act 3rd pl (epic) διακινδυνεύω run all risks fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διακινδυνεύω run all risks fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) διακινδῡνεύσουσι , διακινδυνεύω run… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακινδυνεύσουσιν — διακινδυνεύω run all risks aor subj act 3rd pl (epic) διακινδυνεύω run all risks fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διακινδυνεύω run all risks fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) διακινδῡνεύσουσιν , διακινδυνεύω run… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακινδυνεύσῃ — διακινδυνεύω run all risks aor subj mid 2nd sg διακινδυνεύω run all risks aor subj act 3rd sg διακινδυνεύω run all risks fut ind mid 2nd sg διακινδῡνεύσῃ , διακινδυνεύω run all risks aor subj mid 2nd sg διακινδῡνεύσῃ , διακινδυνεύω run all… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακινδυνευσάντων — διακινδυνεύω run all risks aor part act masc/neut gen pl διακινδυνεύω run all risks aor imperat act 3rd pl διακινδῡνευσάντων , διακινδυνεύω run all risks aor part act masc/neut gen pl διακινδῡνευσάντων , διακινδυνεύω run all risks aor imperat… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακινδυνευόντων — διακινδυνεύω run all risks pres part act masc/neut gen pl διακινδυνεύω run all risks pres imperat act 3rd pl διακινδῡνευόντων , διακινδυνεύω run all risks pres part act masc/neut gen pl διακινδῡνευόντων , διακινδυνεύω run all risks pres imperat … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακινδυνεῦον — διακινδυνεύω run all risks pres part act masc voc sg διακινδυνεύω run all risks pres part act neut nom/voc/acc sg διακινδῡνεῦον , διακινδυνεύω run all risks pres part act masc voc sg διακινδῡνεῦον , διακινδυνεύω run all risks pres part act neut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακινδυνεύει — διακινδυνεύω run all risks pres ind mp 2nd sg διακινδυνεύω run all risks pres ind act 3rd sg διακινδῡνεύει , διακινδυνεύω run all risks pres ind mp 2nd sg διακινδῡνεύει , διακινδυνεύω run all risks pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)