Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

διακινδυνεύω

См. также в других словарях:

  • διακινδυνεύω — run all risks pres subj act 1st sg διακινδυνεύω run all risks pres ind act 1st sg διακινδῡνεύω , διακινδυνεύω run all risks pres subj act 1st sg διακινδῡνεύω , διακινδυνεύω run all risks pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακινδυνεύω — διακινδυνεύω, διακινδύνευσα και διακινδύνεψα βλ. πίν. 19 , βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διακινδυνεύω — (AM διακινδυνεύω) 1. ριψοκινδυνεύω 2. εκθέτω κάτι σε κίνδυνο αρχ. επιχειρώ κάτι με κίνδυνο τής ζωής μου …   Dictionary of Greek

  • διακινδυνεύω — διακινδύνεψα, διακινδυνευμένος 1. αμτβ., ριψοκινδυνεύω. 2. μτβ., εκθέτω σε πιθανό κίνδυνο: Στη δουλειά του δε διακινδυνεύει τη φήμη του με κανένα λάθος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διακινδυνεύσουσι — διακινδυνεύω run all risks aor subj act 3rd pl (epic) διακινδυνεύω run all risks fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διακινδυνεύω run all risks fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) διακινδῡνεύσουσι , διακινδυνεύω run… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακινδυνεύσουσιν — διακινδυνεύω run all risks aor subj act 3rd pl (epic) διακινδυνεύω run all risks fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διακινδυνεύω run all risks fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) διακινδῡνεύσουσιν , διακινδυνεύω run… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακινδυνεύσῃ — διακινδυνεύω run all risks aor subj mid 2nd sg διακινδυνεύω run all risks aor subj act 3rd sg διακινδυνεύω run all risks fut ind mid 2nd sg διακινδῡνεύσῃ , διακινδυνεύω run all risks aor subj mid 2nd sg διακινδῡνεύσῃ , διακινδυνεύω run all… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακινδυνευσάντων — διακινδυνεύω run all risks aor part act masc/neut gen pl διακινδυνεύω run all risks aor imperat act 3rd pl διακινδῡνευσάντων , διακινδυνεύω run all risks aor part act masc/neut gen pl διακινδῡνευσάντων , διακινδυνεύω run all risks aor imperat… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακινδυνευόντων — διακινδυνεύω run all risks pres part act masc/neut gen pl διακινδυνεύω run all risks pres imperat act 3rd pl διακινδῡνευόντων , διακινδυνεύω run all risks pres part act masc/neut gen pl διακινδῡνευόντων , διακινδυνεύω run all risks pres imperat …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακινδυνεῦον — διακινδυνεύω run all risks pres part act masc voc sg διακινδυνεύω run all risks pres part act neut nom/voc/acc sg διακινδῡνεῦον , διακινδυνεύω run all risks pres part act masc voc sg διακινδῡνεῦον , διακινδυνεύω run all risks pres part act neut …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακινδυνεύει — διακινδυνεύω run all risks pres ind mp 2nd sg διακινδυνεύω run all risks pres ind act 3rd sg διακινδῡνεύει , διακινδυνεύω run all risks pres ind mp 2nd sg διακινδῡνεύει , διακινδυνεύω run all risks pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»