-
1 διακατελεγχομαι
-
2 διακατελέγχομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διακατελέγχομαι
-
3 διακατελέγχομαι
διακατελέγχομαι impf. διακατηλεγχόμην (s. ἐλέγχω; not found elsewh.) confute, overwhelm in argument τινί: τοῖς Ἰουδαίοις Ac 18:28.—TW.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > διακατελέγχομαι
-
4 διακατελέγχομαι
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διακατελέγχομαι
-
5 διακατελέγχομαι
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διακατελέγχομαι
-
6 διακατελέγχομαι
(решительно) опровергать.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > διακατελέγχομαι
-
7 διακατελέγχομαι
-
8 διακατελεγχόμενος
διακατελέγχομαιconfute thoroughly: pres part mp masc nom sg -
9 διακατελέγχειν
διακατελέγχομαιconfute thoroughly: pres inf act (attic epic) -
10 διακατηλέγχετο
διακατελέγχομαιconfute thoroughly: imperf ind mp 3rd sg -
11 1246
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1246
См. также в других словарях:
διακατελεγχόμενος — διακατελέγχομαι confute thoroughly pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακατελέγχειν — διακατελέγχομαι confute thoroughly pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακατηλέγχετο — διακατελέγχομαι confute thoroughly imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)