-
1 διαβήτης
[дьявитис] ουσ. а. циркуль-измеритель, (штр.) диабет.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαβήτης
-
2 кронциркуль
1. (чертёжный) о διαβήτης με κυρτά σκέλη, ο καμπύλος διαβήτης με ελατήριο 2. (измерительный) о μετρητής της διαμέτρου/διάστασηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кронциркуль
-
3 циркуль
I.(инструмент) о διαβήτης(морской) ναυτικός -, το κο(υ)μπάσοII.астр. о Διαβήτης (αστερισμός).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > циркуль
-
4 диабет
-
5 диабет
(мед) ο διαβήτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > диабет
-
6 диабет
диабетм мед. ὁ διαβήτης. -
7 кронциркуль
кронциркульм ὁ διαβήτης μέ κυρτά σκέλη. -
8 циркуль
циркульм ὁ διαβήτης. -
9 диабет
-а α.διαβήτης (νόσος)•сахарный диабет ζαχαροδιαβήτης.
-
10 кронциркуль
-я α.διαβήτης καμπύλος με ελατήριο. -
11 мочеизнурение
-я ουδ.διαβήτης. -
12 циркуль
-я α.διαβήτης (όργανο χάραξης κύκλων). -
13 штангенциркуль
-я α.(τεχ.) διαβήτης με κανόνα.
См. также в других словарях:
διαβήτης — compass masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβήτης — I (Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές. Ο σακχαρώδης δ … Dictionary of Greek
διαβήτης — ο 1. όργανο με δύο σκέλη που χαράζει κύκλους ή συγκρίνει μικρά διαστήματα: Ένας τέλειος κύκλος γίνεται μόνο με διαβήτη. 2. (ιατρ.), είδος αρρώστιας: Ο αριθμός αυτών που πάσχουν από ζαχαρώδη διαβήτη αυξάνεται διαρκώς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαβητῶν — διαβήτης compass masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβῆται — διαβήτης compass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβήταις — διαβήτης compass masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβήτη — διαβήτης compass masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβήτου — διαβήτης compass masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβήτῃ — διαβήτης compass masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek
παγκρεατικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πάγκρεας (α. «παγκρεατική έκκριση» β. «παγκρεατική αρτηρία») 2. φρ. α) «παγκρεατικός διαβήτης» ιατρ. διαβήτης που εμφανίζεται ως συνέπεια ολικής παγκρεατεκτομής β) «παγκρεατικό υγρό» (βιοχ.) υγρό που… … Dictionary of Greek