Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

διάκτωρ

См. также в других словарях:

  • διάκτωρ — διάκτωρ, ο (Α) ο διάκτορος …   Dictionary of Greek

  • διάκτωρ — διάκτορος minister masc nom sg διάκτωρ masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Diactorvs — DIACTŎRVS, i, Gr. Διάκτορος, ου, ein Beynamen des Mercurius, welcher von διάκτωρ, internuncius, den Namen hat, weil er nämlich der Götter Dollmetscher ist; oder er hat ihn auch von διάγω bekommen, so fern wir nämlich durch ihn, als den Gott der… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • διάκτορος — διάκτορος, ον (Α) 1. (επίθ. τού Ερμή) αγγελιαφόρος ή ψυχοπομπός 2. διάκονος, υπηρέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη που στον Όμηρο αποδίδεται στον Ερμή (πρβλ. διάκτορος Αργεϊφόντης), ενώ στους μεταγενέστερους ποιητές χαρακτηρίζει την Ίριδα και την Αθηνά. Ως… …   Dictionary of Greek

  • φοβοδιάκτορες — οἱ, Α (ως προσωνυμία διαφόρων δαιμόνων) οι υπηρέτες τού φόβου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοβο (< ετεροιωμένη βαθμίδα φοβ τού φέβομαι) + διάκτορος / διάκτωρ «διάκονος, υπηρέτης»] …   Dictionary of Greek

  • διάκτορα — διάκτορος minister masc acc sg διάκτωρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάκτορε — διάκτορος minister masc nom/voc/acc dual διάκτορος minister masc voc sg διάκτωρ masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάκτορι — διάκτορος minister masc dat sg διάκτωρ masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάκτορος — minister masc gen sg διάκτορος minister masc nom sg διάκτωρ masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάκτορσιν — διάκτορος minister masc dat pl διάκτωρ masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»