-
61 αετούς
-
62 ἀετούς
-
63 υετούς
-
64 ὑετούς
-
65 all (the) year round
(throughout the whole year: The weather is so good here that we can swim all (the) year round.) καθ' όλη τη διάρκεια του έτους, ολοχρονίς -
66 all (the) year round
(throughout the whole year: The weather is so good here that we can swim all (the) year round.) καθ' όλη τη διάρκεια του έτους, ολοχρονίς -
67 one-year-old
noun (a person or animal that is one year old.) ενός έτους -
68 ἐπέτειος
ἐπέτειος Et. Mag. 354,57: ἐπέτειος· ἐπὶ τοῦ νῦν ἔτους ὥς φησι Πίνδαρος fr. 300. -
69 акт
-а α.1. πράξη, ενέργεια, έργο•террористический акт τρομοκρατική πράξη.
2. διάταγμα• απόφαση.3. έγγραφο, πράξη, πρακτικό•обвинительный акт το κατηγορητήριο•
составить акт о передаче имуществ συντάσσω πράξη για την παράδοση της περιουσίας•
нотариальный акт η συμβολαιογραφική πράξη.
4. (θεατρ.) πράξη•комедия в трех -ах κωμωδία σε τρεις πράξεις η τρίπραχτη κωμωδία.
5. η τελετή για τη λήξη του σχολικού έτους.εκφρ.- ы гражданского права – οι ληξιαρχικές πράξεις. -
70 время
-мени, πλθ. времена, -мен, -менам ουδ.1. χρόνος, χρονικό διάστημα (αιώνας, έτος, ώρες κλπ.). || ώρα•московское время ώρα Μόσχας•
время обеда ώρα φαγητού•
сколько -ни? πόσο εθν’ η ώρα; τι ώρα είναι; || καιρός, χρόνος•
время идет ο καιρός κυλάει, τρέχει, φεύγει•
в последнее время он пьет τελευταύα αυτός πίνει..- летит ο καιρός πετά (φεύγει)•
время не вдет ο καιρός δεν περιμένει•
долгое время πολύ καιρό, επί μακρόν χρόνον•
в настоящее время τώρα,στον ενεστώτα (παρόντα) χρόνο•
потерянное время ο καιρός που πάει χαμένος•
мне время дорого για μένα ο χρόνος είναι ακριβός•
не теряйте -ни даром μή χάνετε τον καιρό μάταια•
выиграть время κερδίζω χρόνο•
провести время περνώ τον καιρό•
время покажет ο χρόνος θα δείξει•
время работает на нас ο καιρός δουλεύει για μας (προς όφελος μας)•
в любое время οποτεδήποτε, οποιαδήποτε ώρα•
новые -на νέοι καιροί•
во время войны τον καιρό του πολέμου•
на некоторое время για λίγο καιρό•
свободное время ο ελεύθερος χρόνος.
2. η καιρική κατάσταση, ο καιρός•ненастное время ο συννεφιασμένος καιρός•
довдливое время βροχερός καιρός•
зимнее время χειμώνας-καιρός.
3. εποχή•с непамятных -ен από αμνημονεύτους χρόνους•
-на года οι εποχές του έτους.
4. (φιλοσ.) ο χρόνος•пространство и время - основные формы бытия ο χώρος και ο χρόνος είναι οι βασικές μορφές της ύλης.
5. (γραμμ.) χρόνος•настоящее время ο ενεστώτας χρόνος•
будущее время μέλλοντας χρόνος•
прошедшее время παρελθονταςχρόνος.
εκφρ.во время оно – παλ. κάποτε•во все –на – για πάντα, για πάντοτε, παντοτινά•в первое время – κατ’ αρχήν, στην αρχή, αρχικά•в свое - – α) κάποτε στον καιρό του (στο παρελθόν), β) έγκαιρα (όταν χρειάζεται)•в скором -ни – πολύ σύντομα, γρήγορα•до -ни ή до поры до –ни – παλ. για την ώρα, ως ένα χρονικό διάστημα, ώσπου να έρθει ο καιρός, η περίσταση•до сего -ни – μέχρι τώρα, μέχρι αυτή τη στιγμή•ко -ни – έγκαιρα, στην προθεσμία•на время – προσωρινά•со -ем – με τον καιρό•все время – όλη την ώρα, συνεχώς, ακατάπαυστα, διηνεκώς•одно время – σε λίγο (χρόνο), εντός ολίγου•раньше -ни – πρόωρα, νωρίς•самое время – (απλ.) η καταλληλότερη ώρα, στιγμή•тем -ем – εν τω μεταξύ, στο αναμεταξύ, κατά το διάστημα αυτό•от -ни ή от -ни до -ни ή по -нам – κάποτε, πότε-πότε, κάπου-κάπου, που και που, από καιρό σε καιρό, κατά καιρούς, ενίοτε•в то время как... – ενώ, καθ’ όν χρόνον, αν και, μολονότι, μ’ όλο που•с течением -ни – με τον καιρό, με την πάροδο τουχρόνου. -
71 второкурсник
-а α. -ца, -ы θ. σπουδαστής, -τρία δεύτερου έτους. -
72 курсовой
επ.της κατεύθυνσης, της πορείας. || του φοιτητικού έτους•-ая работа ετήσια φοιτητική εργασία•
-ое собрание συνέλευση κατά φοιτητικά έτη.
|| της θεραπείας. || η τρέχουσα τιμή, αξία•-я цена акций η τρέχουσα αξία μετοχών.
-
73 первокурсник
-а α.-ца, -ы θ.φοιτητής, -τρία πρώτου έτους. -
74 первокурсный
επ.του πρώτου φοιτητικού έτους.ουσ.βλ. первокурсник. -
75 сокурсник
-а α. -ца, -ы θ.φοιτητής, τρία του αυτού έτους σπουδών. -
76 треть
-и, γεν. πλθ. -и θ. το τρίτο μέρος του όλου•треть года το τρίτο του έτους (το τετράμηνο)•
треть урожая το τρίτο της σοδειάς.
-
77 αἱρέω
Aᾕρεον Il.24.579
, [dialect] Ion.αἵρεον Hdt.6.31
, but [var] contr. ᾕρει even in Il.17.463, : [tense] fut.αἱρήσω Il.9.28
, etc.: [tense] aor. 1 ᾕρησα late ([etym.] ἀν-) Q.S.4.40, etc.: [tense] pf. , Th.1.61, etc., [dialect] Ion. ἀραίρηκα or αἵρηκα ([etym.] ἀν-) Hdt.5.102: [tense] plpf.ἀραιρήκεε 3.39
:—[voice] Med., [tense] fut.αἱρήσομαι Il.10.235
, etc.: [tense] aor. 1ᾑρησάμην Plb.38.13.7
s. v.l., Gal.19.53, etc.: [tense] pf. in med. sense , X.An.5.6.12, D.2.15, etc.: [ per.] 3pl. [tense] plpf.ᾕρηντο Th.1.62
:—[voice] Pass., [tense] fut.αἱρεθήσομαι Hdt. 2.13
, Pl.Mx. 234b; rarely : [tense] aor. ᾑρέθην and [tense] pf.ᾕρημαι D.20.146
, al.; [tense] pf. part.ἀραιρημένος Hdt.4.66
: plqf.ᾕρηντο X. An.3.2.1
,ἀραίρητο Hdt.1.191
, etc.—From [root ] ἑλ-: [tense] fut. ἑλῶ only late ([etym.] δι-) Test.Epict.6.18, ([etym.] ἀν-) D.H.11.18, ([etym.] καθ-) APl.4.334 (Antiphil.): [tense] aor.1 εἷλα ([etym.] ἀν-) Act.Ap.2.23, ([etym.] ἀν-) Epigr.Gr.314.24 ([place name] Smyrna): elsewh.[tense] aor.2εἷλον Il.10.561
, etc., [dialect] Ep.ἕλον 17.321
, [dialect] Ion.ἕλεσκε 24.752
:— [voice] Med., [tense] fut.ἑλοῦμαι D.H.4.75
, ([etym.] ἀφ-) Timostr.5, ([etym.] δι-) D.H.4.60, ([etym.] ἐξ-) Alciphr.1.9: [tense] aor. 1εἱλάμην Epigr.Gr.314.5
([place name] Smyrna), ([etym.] ἀφ-) v.l. in Ath.12.546a, ([etym.] δι-) AP9.56 (Phil.): elsewh. [tense] aor. 2εἱλόμην Il.16.139
, etc., [ per.] 2sg.ἤλεο Sapph.Oxy.1787.6.3
:—Cret. formsαἰλεθῇ Leg.Gort. 2.21
, ἀν-αιλῆθαι ib.7.10, al.:—the etym. is doubtful, and ἀγρέω (q.v.) prob. has a difft. root.A [voice] Act., take with the hand, grasp, seize,αἱ. τι ἐν χερσίν Od.4.66
; αἱ. τινὰ χειρός to take one by the hand, Il.1.323; κόμης τινά ib. 197;μ' ἑλὼν ἐπὶ μάστακα χερσίν Od.23.76
: part. ἑλών adverbially,κατακτεῖναί μ' ἑλών S.Ant. 497
;ἄξω ἑλών Il.1.139
, cf. Pi.O.7.1; but ἔνθεν ἑλών having taken up [the song], Od.8.500.II take, get into one's power, νῆας ib.13.42; esp. take a city, 2.37, S.Ph. 347, etc.; overpower, kill, Il.4.457, etc.;ἕλοιμί κεν ἤ κε ἁλοίην 22.253
:—freq. of passions, etc., come upon, seize,χόλος Il.18.322
;ἵμερος 3.446
;ὕπνος 10.193
;λήθη 2.34
, etc.: c. dupl.acc.,τὸν δ' ἄτη φρένας εἷλε 16.805
; of disease, Pl.Tht. 142b.2 catch, take,ζωὸν ἑλεῖν Il.21.102
; take in hunting, Hes.Sc. 302, Hdt. 1.36, etc.; overtake, in a race, Il.23.345; get into one's power, entrap, S.OC 764, etc.; in good sense, win over, X.Mem.2.3.16, cf. 3.11.11, Pl.Ly. 205e, etc.b c. part., catch, detect one doing a thing, S. Ant. 385, 655; ;φῶρα ἐπὶ κλοπῇ ἑλεῖν Pl.Lg. 874b
.3 generally, win, gain,κῦδος Il.17.321
;στεφάνους Pi.P.3.74
, etc.; esp. in games,Ἴσθμι' ἑλὼν πύξ Simon.158
; with double sense, overcome and win,ἑλέτην δίφρον τε καὶ ἀνέρε Il.11.328
;ἕλεν Οἰνομάου βίαν παρθένον τε σύνευνον Pi.O.1.88
, cf. S.Tr. 353:— [voice] Pass., ἁγὼν ᾑρέθη the fight was won, S.OC 1148.4 as law-term, convict,τινά τινος Ar.Nu. 591
, Is.9.36, Aeschin.3.156; Heracl. 941, cf. Supp. 608: c. part., αἱ. τινὰ κλέπτοντα to convict of theft, Ar.Eq. 829, Pl.Lg. 941d; ᾑρῆσθαι κλοπεύς (sc. ὤν) S.Ant. 493, cf. 406.b αἱ. δίκην, γραφήν get a verdict for conviction, Antipho 2.1.5, etc.; also ἑλεῖν τινα obtain a conviction against one, Is.7.13; ἑλεῖν τὰ διαμαρτυρηθ έντα convict the evidence of falsehood, Isoc.18.15.c abs., get a conviction, οἱ ἑλόντες, opp. οἱ ἑαλωκότες, D.21.11; δολίοις ἕλε Κύπρις λόγοις Aphrodite won her cause.., E.Andr. 289, cf. Pl.Lg. 762b, etc.5 ὁ λόγος αἱρέει reason or the reason of the thing proves, Hdt.2.33: c. acc. pers., reason persuades one, i.e. it seems good to one, Id.1.132, 7.41; ὡς ἐμὴ γνώμη αἱ. Hdt.2.43;ὅπῃ ὁ λόγος αἱ. βέλτιστ' ἂν ἔχειν Pl.R. 604c
, cf. Lg. 663d: c. inf., R. 440b;ὁ αἱρῶν λόγος Chrysipp.Stoic.3.92
; αἱρεῖ alone, proves, Plu.2.651b.b τὸ αἱροῦν the sum due, PRyl.167.25 (i A. D.);τὰ αἱροῦντα [τάλαντα] PGrenf.2.23.14
(ii B. C.), PRyl.88.19 (ii A. D.).B [voice] Med., with [tense] pf. ᾕρημαι (v. supr.), take for oneself, ἔγχος ἑλέσθαι take one's spear, Il.16.140, etc.;ἐκ γαίας λίθον A.Fr. 199
; δόρπον, δεῖπνον take one's supper, Il.7.370, 2.399; πιέειν δ' οὐκ εἶχεν ἑλέσθαι Od.11.584; Τρωσὶν.. ὅρκον ἑλ. obtain it from.., Il.22.119; and so in most senses of the [voice] Act., with the reflexive force added.II take to oneself, choose,ἕταρον Il.10.235
, cf. 9.139, Od.16.149, etc.; prefer,τι πρό τινος Hdt.1.87
;τι ἀντί τινος X.An.1.7.3
, D.2.15; , cf. Theoc.11.49.b c. inf., prefer to do, Hdt. 1.11, etc.;ἑλέσθαι μᾶλλον τεθνάναι X.Mem.1.2.16
, cf. Pl.Ap. 38e; : without μᾶλλον, Pi.N.10.59, Lys.2.62.c αἱ. εἰ .. to be content if., AP 12.68 (Mel.).2 αἱ. τά τινων take another's part, join their party, Th.3.63, etc.; αἱ. γνώμην to adopt an opinion, Hdt.4.137.3 choose by vote, elect to an office, αἱ. τινὰ δικαστήν, στρατηγόν, etc., Id.1.96, Eup.117, etc.; τινὰς ἀριστίνδην Lex ap.D.43.57;αἱ. τινὰ ἐπ' ἀρχήν Pl.Men. 90b
;αἱ. τινὰ ἄρχειν Id.Ap. 28e
, cf. Il.2.127.C [voice] Pass., to be taken, Hdt.1.185, 191, 9.102; more commonly ἁλίσκομαι.2 v. supr. A. 11.3.II [voice] Pass. to med. sense, to be chosen, in [tense] pf. , etc.; [dialect] Ion.ἀραίρημαι Hdt.7.118
, 172, 173, al.;στρατηγεῖν ᾑρημένος X.Mem.3.2.1
; ἐπ' ἀρχῆς ᾑρῆσθαι ib.3.3.2;ἐπὶ τὴν τῶν παίδων ἀρχήν Pl.Lg. 809a
; τοῦ ἔτους.. ᾑρημένοι elected for the year.., IGRom.3.1422 (Bithyn.):—[tense] aor. ᾑρέθην is always so used, A.Th. 505, Ar.Av. 799, Th.7.31, etc.; [tense] pres. rarely, αἱροῦνται πρεσβευταί are chosen, Arist.Pol. 1299a19, cf. And.4.16. -
78 βαθύς
Aβαθύς Call.Del.37
, Eratosth. 8; gen. βαθέος, βαθείας [dialect] Ion. βαθέης: dat. βαθέϊ, βαθείῃ [dialect] Ion. βαθέῃ: [comp] Comp. βαθύτερος, poet. βαθίων [ῑ [dialect] Att., [pron. full] ῐ Theoc.5.43], [dialect] Dor. βάσσων (q. v.): [comp] Sup. βαθύτατος, poet. βάθιστος:— deep or high, acc. to one's position, Hom., etc.; βαθέης ἐξάλλεται αὐλῆς a court within a high fence, Il.5.142, cf. Od.9.239; ἠϊόνος προπάροιθε βαθείης the deep, i.e. wide, shore, Il.2.92;τάφρος 7.341
, al.; ; κύλικες Id. Aj. 1200 (lyr.); βαθὺ πτῶμα a fall from a high rock, A.Supp. 796; πλευρὰ βαθυτάτη (vulg. βαρυτάτη), of an athlete, Ar.V. 1193; of a line of battle,βαθύτεραι φάλαγγες X.Lac.11.6
, cf. HG2.4.34; β. τομή, πληγή, a deep cut, Plu.2.131a, Luc.Nigr.35.2 deep or thick in substance, of a mist,ἠέρα βαθεῖαν Il.21.7
, cf. Od.9.144; of sand,ἀμάθοιο βαθείης Il.5.587
;ἐπὶ θῖνα βαθύν Theoc.22.32
; of ploughed land,νειοῖο βαθείης Il.10.353
; β. γῆ, opp. to stony ground, E.Andr. 637, Thphr.CP1.18.1; of luxuriant growth, deep, thick, of woods, etc.,βαθείης τάρφεσιν ὕλης Il.5.555
;βαθείης ἐκ ξυλόχοιο 11.415
;βαθὺ λήϊον 2.147
, Thgn.107;τοῦ ληΐου τὸ.. βαθύτατον Hdt.5.92
.ζ; λειμών A.Pr. 652
;σῖτος X.HG3.2.17
; (lyr.); χαίτη, τρίχες, πώγων, Semon.7.66, X.Cyn.4.8, Luc.Pisc.41.b deep, of colour, PHolm.21.9: [comp] Comp., Ael.VH6.6, Lyd.Mag.2.13,πορφύριον -ύτερον PLond.3.899.4
(ii A. D.).3 of quality, strong, violent,βαθείῃ λαίλαπι Il.11.306
.b generally, copious, abundant,β. κλᾶρος Pi.O.13.62
; β. ἀνήρ a rich man, X.Oec.11.10;β. οἶκος Call. Cer. 113
;β. πλοῦτος Ael.VH3.18
, Jul.Or.2.82b; β. χρέος deep debt, Pi.O.10(11).8;στεφάνων β. τέρψις S.Aj. 1200
(lyr.);β. κλέος Pi.O. 7.53
;κίνδυνος Id.P.4.207
; β. ὕπνος deep sleep, Theoc.8.65, AP7.170, cf. Luc.DMar.2.3;εἰρήνη Id.Tox.36
;σιωπή App.Mith.99
, BC4.109 ([comp] Sup.).4 of the mind, ἄχος ὀξὺ κατὰ φρένα τύψε β. in the depths of his soul, Il.19.125; but also, profound,φρήν Pi.N.4.8
; ;μέριμνα Pi.O.2.60
; ;μουσικὴ πρᾶγμ' ἐστὶ β. Eup.336
; βαθύτερα ἤθη more sedate natures, Pl.Lg. 930a (but, more recondite, i.e. civilized, manners, Hdt.4.95): of persons, deep, wise,β. τῇ φύσει στρατηγός Posidipp. 27.4
;ταῖς ψυχαῖς Plb.6.24.9
; also, deep, crafty, Men.1001;ἦθος Ph. 2.468
.5 of time, β. ὄρθρος dim twilight, Ar.V. 216, Pl.Cri. 43a, etc.; β. νύξ a late hour in the night, Luc.Asin.34;περὶ ἑσπέραν β. Plu.2.179e
, cf. Paus.4.18.3;βαθὺ τῆς ἡλικίας Ar.Nu. 514
; β. γῆρας cj. in AP7.163 (Leon.), cf. Eun.VSp.457 B., al.;β. ὥρα ἔτους Charito 1.7
.II Adv.- έως Theoc.8.66
; profoundly, Procl.in Prm.p.475 S.: [comp] Sup.βαθύτατα, γηρῶν Ael.VH2.36
. (bṇqu/s, cf. βένθος.) -
79 γένημα
A produce, of the fruits of the earth (cf. γέννημα), PRev.Laws24.15,al. (iii B. C.), LXX Ge.40.17,al.;γ. τῆς ἀμπέλου Ev.Marc.14.25
: pl.,τοῦ ἐνεστῶτος ἔτους OGI262.9
([place name] Syria), cf. BGU 188.9 (ii A. D.), POxy.277.6 (i B. C.);γ. καὶ ἐπιγενήματα PRyl.154.22
(i A. D.), etc. [full] γενημάτιον, τό, Dim. of foreg., PEdgar41.9. -
80 διαδικάζω
A give judgement, And.1.28, Pl.R. 614c, Lg. 916b ([voice] Pass.); χορηγοῖς, ἀρχὰς δ., X.Ath.3.4;διεδίκαξαν δίκας IG7.21
([place name] Megara);τὰς ἀμφισβητήσεις τισί Arist.Ath.57.2
: c. gen.,δ. ἀστρατείας X.Ath.3.5
(prob. l.).2 hold inquiry, esp. at Athens, of naval matters,δ. εἴ τις τὴν ναῦν μὴ ἐπισκευάζει X.Ath.3.4
;ἀριθμὸς τριήρων καὶ σκευῶν τῶν -δεδικασμένων IG2.795f60
.3 [voice] Med., go to law, dispute, ; , etc.; διαδικάσασθαι ἐν φίλοις τὰ πρὸς ἐμέ to settle by friendly arbitration, D.30.2; Διαδικαζόμενοι, title of play by Dioxippus, Suid., cf. IG2.975 iii 21, BGU 19i4(ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαδικάζω
См. также в других словарях:
ἔτους — ἔτος year neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημερολόγιο — Σύστημα μέτρησης του χρόνου σε ορισμένες περιόδους (έτη, μήνες, εβδομάδες και ημέρες). Η αρχή των αρχαιότερων συστημάτων για τον υπολογισμό του χρόνου συνδέεται, σύμφωνα με τις πιο έγκυρες γνώμες, με την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας … Dictionary of Greek
Pierre de Grèce — Le prince Pierre, enfant, aux côtés de sa mère et de sa sœur Eugénie (1912) … Wikipédia en Français
αύξηση — Κάθε λογής μεγάλωμα, η οποιαδήποτε ανάπτυξη. Στη βιολογία, α. ονομάζεται η διαδικασία σύνθεσης, με την οποία οι διάφορες βασικές ουσίες που απορροφούνται από το έντερο (αζωτούχοι ουσίες, λίπη, υδατάνθρακες, άλατα και νερό) μετατρέπονται σε… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek
Ανταρκτική — Επιστημονική ονομασία της ηπειρωτικής περιοχής που είναι γνωστή κυρίως ως Νότιος Πόλος. Εκτείνεται γύρω από τον Νότιο Πόλο, βρίσκεται ολόκληρη Ν του Νότιου Πολικού Κύκλου και περιβάλλεται από τα νότια τμήματα του Ειρηνικού, του Ινδικού και του… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
ενιαυτός — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν δαίμονας της γονιμότητας και προσωποποίηση του χρόνου. Οι αρχαίοι Έλληνες και Ασιάτες τον λάτρευαν μαζί με τις θεές Ώρες, τη θεά Νύχτα και τον Μήνα. Ο δαίμονας Ε. ενσαρκωνόταν είτε από έναν βασιλιά … Dictionary of Greek
μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… … Dictionary of Greek