-
1 Δημιουργώ
Δημιουργόςone who works for the people: masc gen sg (doric aeolic)——————Δημιουργόςone who works for the people: masc dat sg -
2 δημιουργώ
δημιουργέωpractise a handicraft: pres subj act 1st sg (attic epic doric)δημιουργέωpractise a handicraft: pres ind act 1st sg (attic epic doric)δημιουργόςone who works for the people: masc gen sg (doric aeolic)——————δημιουργόςone who works for the people: masc dat sg -
3 δημιουργώ
δημιουργώ ρ. μετβ. κ. αμετβ.творить, создавать: -
4 δημιουργώ
(ε) μετ.1) создавать, творить; 2) быть зачинщиком (беспорядков); вызывать, причинять (зло);§ δημιουργώ ζήτημα — поднимать шум;
μας δημιούργησε ζητήματα он нам доставил много хлопот;δημιουργώ με τη φαντασία μου — выдумывать, сочинять
-
5 Δημιουργῶ
Βλ. λ. Δημιουργώ -
6 Δημιουργῷ
Βλ. λ. Δημιουργώ -
7 δημιουργῶ
Βλ. λ. δημιουργώ -
8 δημιουργῷ
Βλ. λ. δημιουργώ -
9 Δημιουργώ
Δημιουργόςone who works for the people: masc nom /voc /acc dual -
10 δημιουργώ
δημιουργόςone who works for the people: masc nom /voc /acc dual -
11 δημιουργώ
[димиурго] р. созидавать, творить,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δημιουργώ
-
12 δημιουργώ
[димиурго] ρ созидавать, творить. -
13 δημιουργώ
yaratmak -
14 δημιουργώ
1) attirer2) bâtir -
15 δημιουργώ
zhotovit -
16 δημιουργώ
createΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δημιουργώ
-
17 create
δημιουργώ -
18 estirmek
δημιουργώ άνεμο -
19 kişileşmek
δημιουργώ την προσωπικότητα -
20 umdurmak
δημιουργώ ελπίδες
См. также в других словарях:
δημιουργώ — δημιουργώ, δημιούργησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δημιουργώ — ( έω) (ΑΝ) [δημιουργός] 1. κάνω, κατασκευάζω, παράγω κάτι (α. «ἡ φύσις οὐδὲν δημιουργεῑ μάτην», Αριστοτ. β. «δημιούργησε έξοχα έργα» 2. (για τη θεία δύναμη) φέρνω σε ύπαρξη, πλάθω εκ τού μηδενός νεοελλ. 1. γίνομαι αίτιος, προκαλώ κάτι («η γλώσσα… … Dictionary of Greek
δημιουργώ — δημιούργησα, δημιουργήθηκα, δημιουργημένος 1. παράγω ή κατασκευάζω κάτι, επινοώ, εφευρίσκω: Δημιούργησε πολλά καινούρια μοντέλα ρούχων για την ερχόμενη άνοιξη. 2. γίνομαι η αιτία: Δημιουργεί συνεχώς παρεξηγήσεις με τους συναδέλφους του στο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Δημιουργῶ — Δημιουργός one who works for the people masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργῶ — δημιουργέω practise a handicraft pres subj act 1st sg (attic epic doric) δημιουργέω practise a handicraft pres ind act 1st sg (attic epic doric) δημιουργός one who works for the people masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δημιουργῷ — Δημιουργός one who works for the people masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργῷ — δημιουργός one who works for the people masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δημιουργώ — Δημιουργός one who works for the people masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργώ — δημιουργός one who works for the people masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δημιουργῶι — Δημιουργῷ , Δημιουργός one who works for the people masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργῶι — δημιουργῷ , δημιουργός one who works for the people masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)