Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

δημιουργώ

  • 1 устроить

    устрою, устроишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. устроенный, βρ: -роен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. χτίζω• ιδρύω•

    устроить школу χτίζω σχολείο.

    2. κατασκευάζω, συναπαρτίζω. || μτφ. δημιουργώ, πλάθω, φτιάχνω.
    3. οργανώνω, συγκροτώ, συνιστώ, συστήνω•

    устроить выставку οργανώνω έκθεση•

    устроить концерт οργανώνω συναυλία•

    устроить спектакль συστήνω θέαμα.

    || στήνω•

    устроить засаду στήνω ενέδρα.

    4. διευθετώ, τακτοποιώ• κανονίζω•ρυθμίζω•

    устроить свою комнату τακτοποιώ το δωμάτιο μου•

    устроить свой дела τακτοποιώ τις υποθέσεις μου.

    || δημιουργώ•

    устроить скандал δημιουργώ σκάνταλο•

    устроить сцену δημιουργώ σκηνή•

    устроить неприятности δημιουργώ δυσάρεστα (δυσάρεστες πράξεις).

    || βάζω•

    устроить племянника на работу τακτοποιώ τον ανεψιό σε δουλειά•

    устроить больного в санаторию βάζω τον άρρωστο στο σανατόριο.

    || εξασφαλίζω, παρέχω.
    5. ικανοποιώ•

    это меня вполне -иг αυτό με ικανοποεί πλήρως.

    1. τακτοποιούμαι, διευθετούμαι• κανονίζομαι•

    их жизнь ещё не -лась η ζωή τους ακόμα δεν έστρωσε•

    дело -ится η υπόθεση θα τακτοποιηθεί.

    2. βολεύομαι•

    устроить спать на диване βολεύομαι για ύπνο στο ντιβάνι.

    || τοποθετούμαι, τακτοποιούμαι (σε δουλειά)• διορίζομαι•

    он -лся на службе αυτός έπιασε υπηρεσία (διορίστηκε σε υπηρεσία)•

    устроить на работу πιάνωδούλειά.

    Большой русско-греческий словарь > устроить

  • 2 создать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, παρλθ. χρ. создал, -ла, -ло•, προστκ. создай, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. созданный, βρ: -дан, -а κ. -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. δημιουργώ, φτιάχνω, κάνω• κατασκευάζω•

    создать индустрию φτιάχνω βιομηχανία•

    создать новую машину κατασκευάζω καινούρια μηχανή•

    создать поэму φτιάχνω ποίημα•

    создать симфонию (μουσ.) φτιάχνω συμφωνία.

    2. ιδρύω, συγκροτώ•

    создать партию ιδρύωκόμμα•

    создать кружок ιδρύω όμιλο.

    || κάνω•

    создать шум κάνω θόρυβο.

    3. δημιουργώ• συνθέτω• καθορίζω•

    создать условия для работы δημιουργώ συνθήκες για εργασία•

    создать затруднения δημιουργώ δυσκολίες.

    εκφρ.
    быть созданным друг для друга – είμαστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον (πολύ ταιριασμένο αντρόγυνο).
    δημιουργούμαι, γίνομαι• εμφανίζομαι, προβάλλομαι.

    Большой русско-греческий словарь > создать

  • 3 создавать

    создавать
    несов вразн. знач. δημιουργώ:
    \создавать кружок συγκροτώ (или ὁργανώνω) δμιλο· \создавать благоприятные условия δημιουργώ εὐνοϊκές συνθήκες (или · δ-ρους)· \создавать впечатление προξενώ τήν ἐντύπωση· \создавать иллюзии δημιουργώ αὐταπάτες.

    Русско-новогреческий словарь > создавать

  • 4 организовать

    организовать, организовывать οργανώνω· δημιουργώ (основывать)
    * * *
    = организовывать
    οργανώνω; δημιουργώ ( основывать)

    Русско-греческий словарь > организовать

  • 5 создать

    создать δημιουργώ, φτιά(χ)νω* σχηματίζω (учредить)
    * * *
    δημιουργώ, φτιά(χ)νω; σχηματίζω ( учредить)

    Русско-греческий словарь > создать

  • 6 творить

    Русско-греческий словарь > творить

  • 7 чинить

    I чинить Ι 1) (επι)διορθώνω. επισκευάζω; μπαλώνω (штопать ) 2) (карандаш ) ξύνω II чинить II (устраивать) δημιουργώ; \чинить препятствия προξενώ εμπόδια
    * * *
    I
    1) ( επι) διορθώνω, επισκευάζω; μπαλώνω ( штопать)
    2) ( карандаш) ξύνω
    II
    ( устраивать) δημιουργώ

    чини́ть препя́тствия — προξενώ εμπόδια

    Русско-греческий словарь > чинить

  • 8 скандал

    скандал
    м τό σκάνδαλο[ν]/ ὁ σαματας, ὁ καυγάς, ἡ φασαρία (драка):
    поднять \скандал δημιουργώ σκάνδαλο, разг κάνω φασαρία· устраивать \скандалы δημιουργώ σκάνδαλα.

    Русско-новогреческий словарь > скандал

  • 9 творить

    творить
    несов (создавать) δημιουργώ/ κάνω (делать, совершать):
    \творить новую жизнь δημιουργώ νέα ζωή· \творить добро́ κάνω τό καλό· \творить чудеса κάνω θαύματα· \творить суд уст. ἀπονέμω δικαιοσύνη· \творить суд и расправу κυβερνώ, δικάζω αὐθαίρετα.

    Русско-новогреческий словарь > творить

  • 10 устраивать

    устраива||ть
    несов
    1. (делать, создавать) φτιάνω, ὁργανώνω, ἱδρύω, κατασκευάζω, δημιουργώ:
    \устраивать концерт ὁργανώνω συναυλία· \устраивать скандал δημιουργώ σκάνδαλο· \устраивать засаду στήνω παγίδα, ὁργανώνω ἐνέδρα·
    2. (приводить в порядок) ὁργανώνω, τακτοποιώ, διευθετώ, (δια)κανονίζω:
    \устраивать свои́ дела τακτοποιώ τίς δουλειές μου, κανονίζω τάς ὑποθέσεις μου· \устраивать свою жизнь ὁργανώνω τή ζωή μου·
    3. (помещать, определять) τακτοποιώ, τοποθετώ:
    \устраивать кого-л. на работу τακτοποιώ κάποιον σέ δουλειά· \устраивать кого-л. в школу (в больницу) βάζω κάποιον στό σχολείο (στό νοσοκομείο)·
    4. безл (подходить) βολεύω, κάνω:
    это меня не \устраиватьет αὐτό δέν μέ βολεύει \устраиватьться
    1. (налаживаться) διευθετούμαι, τακτοποιούμαι:
    у него постепенно все \устраиватьется ὅλα τά ζητήματα του τακτοποιοῦνται σιγά σιγά·
    2. (обосновываться) ἐγκαθίσταμαι/ κάθομαι, βολεύομαι (в кресле и т. п.)· Я. (на работу) διορίζομαι, βρίσκω δουλειά.

    Русско-новогреческий словарь > устраивать

  • 11 чинить

    чинить I
    несов
    1. (починять) (ἐπι-) διορθώνω, ἐπισκευάζω/ μπαλώνω (класть заплаты):
    \чинить о́бувь ἐπιδιορθώνω τά παπούτσια· \чинить белье ἐπιδιορθώνω τά ἀσ-πρόρρουχα· \чинить замо́к διορθώνω τήν κλειδαριά·
    2. (карандаш) ξύνω, ἀκονίζω, κάνω μύτη.
    чинить II
    несов (устраивать, создавать) δημιουργώ, προξενώ, προκαλώ:
    \чинить препятствия δημιουργώ ἐμπόδια· \чинить расправу ἐκδικοὔμαι κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > чинить

  • 12 вывести

    -веду, -ведешь, παρλθ. χρ. вывел, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. выведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выведенный, βρ: -ден, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω έξω, αποσύρω• βγάζω έξω,εκδιώκω•

    вывести войска из города αποσύρω τα στρατεύματα από την πόλη•

    вывести нарушителя спокойствия βγάζω έξω τον ταραχοποιό.

    || αποκλείω• вывести кого-н. из игры αποκλείω κάποιον από το παιγνίδι.
    2. βγάζω έξω οδηγώντας•

    вывести под руки βγάζω έξω από το χέρι.

    || μετοικίζω•

    вывести крестьян в незаселенные места μετοικίζω τους αγρότες σε απατόίκητα μέρη.

    3. βγάζω από μια κατάσταση•

    вывести из состояния покоя διαταράσσω, διασαλεύω.

    4. συνάγω, καταλήγω στη γνώμη, βγάζω συμπέρασμα κ.τ.τ. вывести формулу βγάζω τύπο (φόρμουλα).
    5. (για πτηνά) παράγω,εκκολάπτω•

    вывести цыплят βγάζω πουλάκια.

    6. (για ζώα) παράγω, δημιουργώ ράτσα• (γιά φυτά) παράγω, βγάζω ποικιλία•

    вывести засухоустойчивую пшеницу δημιουργώ (βγάζω) ποικιλία σιταριού ξηρασι|ανθεκτική.

    7. ανεγείρω, χτίζω, οικοδομώ.
    8. εξαλείφω, καθαρίζω•

    вывести пятна βγάζω τους λεκέδες.

    || εξοντώνω, εξολοθρεύω, καταστρέφω, ξεκάνω•

    вывести клопов καταστρέφω τους κοριούς•

    вывести сорняки καταστρέφω τα ζιζάνια.

    9. σχεδιάζω, γράφω• τραγουδώ, εκτελώ με ζήλο•

    вывести узоры διακοσμώ, φτιάχνω στολίδια.

    10. παρασταίνω, απεικονίζω (σε φιλολογικό έργο).
    εκφρ.
    вывести наружу – φανερώνω, αποκαλύπτω, βγάζω στα φόρα•
    вывести в лвди – βγάζω, (προωθώ) στην κοινωνία•
    вывести из себя – κάνω κάποιον να γίνει εκτός εαυτού (να χάσει την αυτοκυριαρχία του)•
    вывести из терпения – κάνω (φέρω στο σημείο) να χάσει την υπομονή (να εξοργιστεί)•
    вывести на дорогу – βγάζω στο σωστό δρόμο (της ζωής)•
    вывести на чистую ή свежую воду кого – ξεσκεπάζω, φανερώνω, βγάζω στα φόρα κάποιον.
    1. εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, εκλείπω, χάνομαι•

    знахари давно –лись οι κομπογιαννίτες εξέλειψαν, από καιρό.

    || βγαίνω απο• τη συνήθεια, τη χρήση κ.τ.τ., χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    -лись старые обычаи ξεχάστηκαν οι παλιές συνήθειες•

    -лись сохи πάνε πια τα ξύλινα αλέτρια.

    2. καταστρέφομαι, εξολοθρεύομαι, εξοντώνομαι, εξαλείφομαι•

    -лась моль εξαφανίστηκε ο σκώρος.

    || καθαρίζομαι, βγαίνω, εξαλείφομαι•

    -лось пятно βγήκε ο λεκές.

    3. εκκολάπτομαι•

    птицы давно -лись τα πουλάκια από καιρό βγήκαν.

    Большой русско-греческий словарь > вывести

  • 13 развести

    ρ.σ.μ.
    1. οδηγώ• συνοδεύω• πηγαίνω σε διάφορα μέρη•

    развести пассажиров по каютам οδηγώ τους επιβάτες στις καμπίνες•

    солдать по квартирам πηγαίνω τους στρατιώτες• στα καταλύματα.

    (στρατ.) εγκατασταίνω, τοποθετώ•

    развести часовых εγκατασταίνω (βάζω) σκοπούς.

    2. ξεχωρίζω, αποσπώ. || ανοίγω• αποσυνδέω, αποχωρίζω.
    3. διαλύω γάμο, χωρίζω.
    4. (απρόσ.) ραγίζω, σκάζω (για πάγο).
    5. προκαλώ, προξενώ• επιφέρω• σηκώνω•

    ветер -л волны ο άνεμος σήκωσε κύματα.

    6. διαλύω, αραιώνω•

    развести порошок водою ή в воде διαλύω το σκονάκι με νερό, στο νερό•

    развести тесто αραιώνω(μαλακώνω) το ζυμάρι.

    || νερώνω, αδυνατίζω•

    водку водой νερώνω τη βότκα.

    7. πολλαπλασιάζω• θρέφω (ζώα). || καλλιεργώ, περιποιούμαι (φυτά).
    8. προξενώ, κάνω, δημιουργώ (κάτι. δυσάρεστο)•

    развести канитель δημιουργώ ιστορία•

    -чепуху κάνω ανοησία, κουταμάρα.

    9. ανάβω•

    развести огонь ανάβω φωτιά.

    1. διαλύω το γάμο, χωρίζω, παίρνω διαζύγιο•

    году не прожили и уже -лись ένα χρόνο δεν έζησαν παντρεμένοι και χώρισαν πια.

    2. πολλαπλασιάζομαι, πληθύνομαι•

    -лось много мышей πλήθυναν πολύ τα ποντίκια.

    Большой русско-греческий словарь > развести

  • 14 составить

    -влю, -вишь ρ.σ.μ.
    1. παραθέτω, παρατάσσω, βάζω δίπλα, μαζί•

    составить стулья в угол βάζω, κακτοποιώ τα καθίσματα στη γωνία.

    || συνενώνω, φέρω κοντά, πλησιάζω.
    2. φτιάχνω, κάνω, κατασκευάζω• εκτελώ• συνθέτω• ενώνω, συντάσσω•

    составить лестницу φτιάχνω σκάλα•

    составить узор φτιάχνω διάκοσμο•

    составить лекарство φτιάχνω φάρμακο•

    составить план φτιάχνω πλάνο,

    4. (κυρλξ. κ. μτφ) σχηματίζω, συγκροτώ• δημιουργώ• αποκτώ•

    хор συγκροτώ χορωδία•

    составить новое правительство σχηματίζω νέα κυβέρνηση•

    составить карьеру κάνω καριέρα•

    составить себе имя δημιουργώ όνομα•

    составить мнение σχηματίζω γνώμη•

    составить себе представление σχηματίζω αντίληψη (εικόνα)•

    ученики -ли предложения οι μαθητές έκαμαν προτάσεις.

    5. αποτελώ•

    это не -ит препятствие αυτό δε θα αποτελέσει εμπόδιο•

    это не -ит большого труда αυτό δε θα απαιτήσει μεγάλο κόπο,

    6. κατεβάζω•

    составить цветы с подоконника на пол κατεβάζω τα λουλούδια από το κατώφλι του παραθυριού στο πάτωμα.

    1. σχηματίζομαι, γίνομαι, δημιουργούμαι.
    2. συγκροτούμαι, ιδρύομαι• οργανώνομαι.
    3. αποτελούμαι κλπ. ρ.μ.

    Большой русско-греческий словарь > составить

  • 15 творить

    -рю, -ришь ρ.δ.
    1. δημιουργώ κάνω, φτιάχνω•

    творить чудеса κάνω θαύματα•

    творить добро κάνω καλό•

    творить новую жизнь δημιουργώ καινούρια ζωή•

    творить молитву κάνω προσευχή (προσεύχομαι)•

    творить поклон κάνω μετάνοια (γονυπετώ, υποκλίνομαι).

    1. γίνομαι, συμβαίνω, λαβαίνω χώρα•

    что тут -ится? τι συμβαίνει εδώ;

    2. δημιουργούμαι•

    в этой стране -йтся новая жизнь σ αυτή τη χώρα δημιουργείται μια νέα ζωή.

    ρ.δ.μ.
    ανακατώνω, φτιάχνω•

    творить тесто φτιάχνω ζυμάρι.

    ανακατεύομαι, γίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > творить

  • 16 учинить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. учинённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    1. κάνω διεξάγω•

    учинить следствие κάνω ανάκριση•

    учинить нападение на неприятеля κάνω επίθεση στον εχθρό•

    учинить соглашение κάνω συμφωνία.

    2. δημιουργώ, διαπράττω•

    учинить скандал δημιουργώ καβγά, τσακωμό.

    γίνομαι, συμβαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > учинить

  • 17 чинить

    чиню, чинишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. чиненный βρ: -нен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. επιδιορθώνω, επισκευάζω•

    чинить часы επιδιορθώνω το ωρολόγι.

    2. ξύνω, κάνω κάτι αιχμηρό•

    чинить карандаш ξύνω το μολύβι.

    3. παραγεμίζω, • μαγειρεύω παραγεμιστό.
    επιδιορθώνομαι, επισκευάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    -нго, -нишь
    ρ.δ.μ. (γραπ. λόγος)• προξενώ, δημιουργώ, κάνω, διαπράττω•

    чинить беззакония κάνω παρανομίες, παρανομώ•

    чинить препятствия δημιουργώ (βάζω) εμπόδια.

    1. προξενούμαι, δημιουργούμαι, γίνομαι• διαπράττομαι.
    2. παλ. συστέλλομαι, ντρέπομαι• κάνω καμώματα.

    Большой русско-греческий словарь > чинить

  • 18 зев

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зев

  • 19 имитировать

    1. (материал, изделие и т.п.) μιμούμαι 2. (моделировать процесс или систему) εξομοιώνω
    - пожар δημιουργώ πυρκαγιά (προς άσκηση/δοκιμή)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > имитировать

  • 20 образовывать

    1. (создавать, вызывать появление) σχηματίζω, διαμορφώνω 2. (основывать, организовывать) οργανώνω, συγκροτώ, δημιουργώ.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > образовывать

См. также в других словарях:

  • δημιουργώ — δημιουργώ, δημιούργησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • δημιουργώ — ( έω) (ΑΝ) [δημιουργός] 1. κάνω, κατασκευάζω, παράγω κάτι (α. «ἡ φύσις οὐδὲν δημιουργεῑ μάτην», Αριστοτ. β. «δημιούργησε έξοχα έργα» 2. (για τη θεία δύναμη) φέρνω σε ύπαρξη, πλάθω εκ τού μηδενός νεοελλ. 1. γίνομαι αίτιος, προκαλώ κάτι («η γλώσσα… …   Dictionary of Greek

  • δημιουργώ — δημιούργησα, δημιουργήθηκα, δημιουργημένος 1. παράγω ή κατασκευάζω κάτι, επινοώ, εφευρίσκω: Δημιούργησε πολλά καινούρια μοντέλα ρούχων για την ερχόμενη άνοιξη. 2. γίνομαι η αιτία: Δημιουργεί συνεχώς παρεξηγήσεις με τους συναδέλφους του στο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Δημιουργῶ — Δημιουργός one who works for the people masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημιουργῶ — δημιουργέω practise a handicraft pres subj act 1st sg (attic epic doric) δημιουργέω practise a handicraft pres ind act 1st sg (attic epic doric) δημιουργός one who works for the people masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δημιουργῷ — Δημιουργός one who works for the people masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημιουργῷ — δημιουργός one who works for the people masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δημιουργώ — Δημιουργός one who works for the people masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημιουργώ — δημιουργός one who works for the people masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δημιουργῶι — Δημιουργῷ , Δημιουργός one who works for the people masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημιουργῶι — δημιουργῷ , δημιουργός one who works for the people masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»