-
1 δηλητηριώδης
δηλητηριώδηςnoxious: masc /fem acc pl (attic epic doric)δηλητηριώδηςnoxious: masc /fem nom /voc pl (doric aeolic)δηλητηριώδηςnoxious: masc /fem nom sg -
2 δηλητηριωδης
-
3 δηλητηριώδης
ης, ες ядовитый (тж. перен.); отравляющий, токсический;δηλητηριώδη αέρια — ядовитые газы
-
4 δηλητηριώδης
δηλ-ητηριώδης, ες,A noxious, Dav.Proll.32.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δηλητηριώδης
-
5 δηλητηριώδης
δηλητηρι-ώδης, ες, schädlich, giftig -
6 δηλητηριώδης
venimeux -
7 δηλητηριώδης
jadowity przym. -
8 δηλητηριώδης
jedovatý -
9 δηλητηριώδης
poisonousΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δηλητηριώδης
-
10 отравляющий
δηλητηριώδης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отравляющий
-
11 venimeux
δηλητηριώδης -
12 poisonous
δηλητηριώδης -
13 jadowity
δηλητηριώδης -
14 δηλητηριώδει
δηλητηριώδηςnoxious: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)δηλητηριώδηςnoxious: masc /fem /neut dat sgδηλητηριώδεϊ, δηλητηριώδηςnoxious: dat sg (epic) -
15 δηλητηριώδη
δηλητηριώδηςnoxious: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)δηλητηριώδηςnoxious: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)δηλητηριώδηςnoxious: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
16 δηλητηριώδεις
δηλητηριώδηςnoxious: masc /fem acc plδηλητηριώδηςnoxious: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
17 ядовитый
δηλητηριώδης, φαρμακερός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ядовитый
-
18 δηλητηριωδέστερος
δηλητηριώδηςnoxious: masc nom comp sg -
19 δηλητηριώδους
δηλητηριώδηςnoxious: masc /fem /neut gen sg (attic epic doric) -
20 ядовитый
См. также в других словарях:
δηλητηριώδης — noxious masc/fem acc pl (attic epic doric) δηλητηριώδης noxious masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) δηλητηριώδης noxious masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλητηριώδης — ες (AM δηλητηριώδης, ες) [δηλητήριον] αυτός που περιέχει δηλητηριώδεις ουσίες, ο φαρμακερός (α. «δηλητηριώδη οξέα» β. «βελένιον τὸ δηλητηριῶδες», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. (για ζώα) αυτός που χύνει δηλητήριο («δηλητηριώδης όφις») 2. φρ. «δηλητηριώδεις … Dictionary of Greek
δηλητηριώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που προκαλεί δηλητηρίαση, ο φαρμακερός: Όλα τα φάρμακα μπορεί να γίνουν δηλητηριώδη σε μεγάλες δόσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δηλητηριώδει — δηλητηριώδης noxious masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) δηλητηριώδης noxious masc/fem/neut dat sg δηλητηριώδεϊ , δηλητηριώδης noxious dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλητηριώδη — δηλητηριώδης noxious neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) δηλητηριώδης noxious masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) δηλητηριώδης noxious masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλητηριῶδες — δηλητηριώδης noxious masc/fem voc sg δηλητηριώδης noxious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλητηριώδεις — δηλητηριώδης noxious masc/fem acc pl δηλητηριώδης noxious masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλητηριωδέστερος — δηλητηριώδης noxious masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλητηριωδῶν — δηλητηριώδης noxious masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλητηριώδους — δηλητηριώδης noxious masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανιοβόλος — ο μη δηλητηριώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. αν + ιοβόλος «δηλητηριώδης». Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη] … Dictionary of Greek