Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δηλητηριώδης

См. также в других словарях:

  • δηλητηριώδης — noxious masc/fem acc pl (attic epic doric) δηλητηριώδης noxious masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) δηλητηριώδης noxious masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηλητηριώδης — ες (AM δηλητηριώδης, ες) [δηλητήριον] αυτός που περιέχει δηλητηριώδεις ουσίες, ο φαρμακερός (α. «δηλητηριώδη οξέα» β. «βελένιον τὸ δηλητηριῶδες», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. (για ζώα) αυτός που χύνει δηλητήριο («δηλητηριώδης όφις») 2. φρ. «δηλητηριώδεις …   Dictionary of Greek

  • δηλητηριώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που προκαλεί δηλητηρίαση, ο φαρμακερός: Όλα τα φάρμακα μπορεί να γίνουν δηλητηριώδη σε μεγάλες δόσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δηλητηριώδει — δηλητηριώδης noxious masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) δηλητηριώδης noxious masc/fem/neut dat sg δηλητηριώδεϊ , δηλητηριώδης noxious dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηλητηριώδη — δηλητηριώδης noxious neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) δηλητηριώδης noxious masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) δηλητηριώδης noxious masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηλητηριῶδες — δηλητηριώδης noxious masc/fem voc sg δηλητηριώδης noxious neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηλητηριώδεις — δηλητηριώδης noxious masc/fem acc pl δηλητηριώδης noxious masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηλητηριωδέστερος — δηλητηριώδης noxious masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηλητηριωδῶν — δηλητηριώδης noxious masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηλητηριώδους — δηλητηριώδης noxious masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανιοβόλος — ο μη δηλητηριώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. αν + ιοβόλος «δηλητηριώδης». Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»