Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δηκτικός

См. также в других словарях:

  • δηκτικός — biting masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηκτικός — ή, ό (AM δηκτικός, ή, όν) [δήκτης] 1. όποιος έχει την ιδιότητα να δαγκώνει, ο δαγκανιάρης 2. αυτός που προκαλεί οδύνη, που πληγώνει (α. «δηκτικά λόγια» β. «ἀστεῑον δὴ κἀκεῑνο αὐτοῡ καὶ δηκτικὸν ἅμα») νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο δηκτικός γένος… …   Dictionary of Greek

  • δηκτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που δαγκώνει. 2. μτφ., προσβλητικός: Στους υφιστάμενους μιλάει πάντοτε δηκτικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δηκτικά — δηκτικός biting neut nom/voc/acc pl δηκτικά̱ , δηκτικός biting fem nom/voc/acc dual δηκτικά̱ , δηκτικός biting fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηκτικώτερον — δηκτικός biting adverbial comp δηκτικός biting masc acc comp sg δηκτικός biting neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηκτικῶν — δηκτικός biting fem gen pl δηκτικός biting masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηκτικόν — δηκτικός biting masc acc sg δηκτικός biting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηκτικώτατον — δηκτικός biting masc acc superl sg δηκτικός biting neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηκτικαί — δηκτικός biting fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηκτικοῖς — δηκτικός biting masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηκτικοί — δηκτικός biting masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»