-
1 δηγμάτων
δη̱γμάτων, δῆγμαbite: neut gen pl -
2 ἀμυντήριος
ἀμυν-τήριος, ον,A defensive, ὅπλα (i. e. weapons in general) Pl.Lg. 944d, cf. D.S.3.54, D.H.5.46, Str.7.3.17, 17.1.54; : c. gen., φάρμακον ἀ. γήρως antidote for.., Ael.NA6.51;πόαι τῶν δηγμάτων ἀ. 12.32
.II Subst. [suff] ἀμυν-τήριον, τό, means of protection, Pl.Plt. 279c sq.; defence, bulwark, Plb.18.41a.2; weapon, Plu.2.714f; ἀ. τοῦ κακοῦ antidote for.., Ael.NA3.41; ἀ. ἐξ ἀπόρων way of escape from.., ib.3.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμυντήριος
-
3 ἐπαΐω
Aἐπήϊσα Hdt.9.93
, A.R. Il.cc.: (v. ἀΐω, εἰσαΐω):—give ear to,θεῶν οὐδὲν ἐπαΐοντες A.Supp. 759
(lyr.), cf. E. l. c.; hear,τῆς φωνῆς Plu.Brut.16
.2 perceive, feel, τι Pi.Fr.75.15 (v.l. ἐπάγοισιν); θεοὶ ἔναιμοί τε καὶ σαρκώδεες καὶ ἐπαΐοντες σιδηρίων Hdt.3.29
;δηγμάτων Ael.NA1.5
;τῶν ὄντως ἀγαθῶν Hierocl. in CA24p.472M.
: c. part.,καταγελώμενος οὐκ ἐπαΐεις Ar.V. 516
;ὥστε μηδὲ θιγγανόμενος ἐπαΐειν Hp.Prorrh.2.16
; ἂψ ἀνιόντας, αὐτοὺς παριόντας, A.R.1.1023, 2.195: abs., ὡς ἐπήϊσε when he perceived it, Hdt.9.93.3 understand, c. acc., ; esp. of persons under instruction, ἐπαΐονθ' ὁποῖός ἐστι τῶν ῥυθμῶν κατ' ἐνόπλιον κτλ., Ar.Nu. 650;ἐ. τό τε καλὸν καὶ μή Pl.Lg. 701a
;ἐ. τίς πολιτεία συμφέρει Arist.Rh. 1360a31
;ἐ. τι τῆς Πωμαίων γλώσσης Luc.Laps.13
, etc.4 to have knowledge of any subject, to be an expert in such subjects,οὓς ἂν οἴωμαί τι τούτων ἐπαΐειν Pl.Tht. 145d
;τοὺς μηδὲν αὐλήσεως ἐπαΐοντας Id.Prt. 327c
; ὁ ἐπαΐων περὶ τῶν δικαίων καὶ ἀδίκων, i.e. a moral philosopher, Id.Cri. 48a;ἐπαΐεις οὐδὲν περὶ γυμναστικῆς Id.Grg. 518c
, cf. Ap. 19c, R. 598c, Hp.Ma. 289e: abs., , Phdr. 275e;τὸ εἰδέναι καὶ τὸ ἐ. Arist.Metaph. 981a24
.
См. также в других словарях:
δηγμάτων — δη̱γμάτων , δῆγμα bite neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλάγγιο — το / φαλάγγιον, ΝΜΑ, και φαλάγγι και σφαλάγγι Ν, και φαλαγγεῑον Α 1. είδος αράχνης, η ρωγαλίδα 2. ναυτ. καθεμιά από τις στρογγυλές δοκούς, πάνω στην οποία μετακινείται ένα βάρος καθώς αυτές κυλίονται, και ιδίως εκείνες που χρησιμοποιούνται για… … Dictionary of Greek
φαλαγγίτης — ο, ΝΑ, θηλ. φαλαγγίτισσα Ν, θηλ. φαλαγγῑτις, ίτιδος, Α στρατιώτης φάλαγγας νεοελλ. 1. απόμαχος τού τακτικού στρατού τής Ελληνικής Επανάστασης τού 1821 2. μέλος τής δεύτερης βαθμίδας τής λεγόμενης Εθνικής Οργάνωσης τού δικτατορικού καθεστώτος τής… … Dictionary of Greek