-
1 δειελος
I2(пред)вечернийδείελον ἦμαρ Hom., Theocr. — вечерняя пора, вечер
IIὅ Hom., Anth. = δείελον ἦμαρ -
2 δειελινος
-
3 ευδειελος
-
4 οψε
I1) потом, после, затем, позже(ὀ. Μενέλαος ἀνίστατο Hom.)
εἴπερ τε καὴ αὐτίκ΄ οὐκ ἐτέλεσσεν, ἔκ τε καὴ ὀ. τελεῖ Hom. — если он сейчас не сделает, то сделает (это) позже2) поздноεἰσόκεν ἔλθῃ δείελος ὀ. δύων Hom. — пока не наступит поздний вечер;
οἱ ὀ. προσιόντες Xen. — прибывшие поздно3) слишком поздно, запоздалым образом(φρονεῖν εὖ Eur.; σωφρονεῖν Aesch.)
μάλα ὀ. ἀφικόμενος Plat. — прийдя слишком поздно;ὀψιαίτερον τοῦ δέοντος Plat. — позднее, чем следовало (следует)IIв знач. praep. cum gen. в позднее времяτῆς ἡμέρας ὀ. ἦν Xen. — был поздний час дня;
τῆς ὥρας ἐγίγνετο ὀ. Dem. — было поздно;ὀ. τῆς ἡλικίας Luc. — в зрелом возрасте -
5 προδειελος
См. также в других словарях:
δείελος — δείελος, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δειλινό («δείελον ἦμαρ», «δείελος ὥρη») 2. ως ουσ. α) το δειλινό (α. «ποτὲ δείελον» β. «ὑπὸ δείελον» κατά το δειλινό) β) δειελίη το βραδινό φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ.… … Dictionary of Greek
δείελος — of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείελον — δείελος of masc/fem acc sg δείελος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειέλου — δείελος of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείελα — δείελος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείελοι — δείελος of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευδείελος — εὐδείελος, ον (Α) 1. εύδηλος, φανερός, αυτός που φαίνεται καθαρά από μακριά («ἦ πού τις νήσων εὐδείελος», Ομ. Οδ.) 2. ο εκτεθειμένος στον ήλιο, ο ευήλιος («εὐδείελος χθὼν Ἰαολκοῡ», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δείελος. Η σημασία τού ευδείελος… … Dictionary of Greek
deu-1 — deu 1 English meaning: to plunge, to penetrate into Deutsche Übersetzung: “einsinken, eindringen, hineinschlũpfen” Material: O.Ind. upü du “ to go into, (of clothes), to put on, to wear, assume the person of, enter, press into,… … Proto-Indo-European etymological dictionary
δείλι — το (AM δείλη, η) το απόγευμα, μετά το μεσημέρι και προτού σκοτεινιάσει αρχ. 1. νωρίς το απόγευμα («ἤδη ἦν μέσον ἡμέρας, ἡνίκα δὲ δείλη ἐγένετο») ή αργά, προς το βράδυ («τῆς ἡμέρας ὅλης διῆλθον... ἀλλὰ δείλης ἀφίκοντο») 2. φρ. α) «δείλη πρωΐη» από … Dictionary of Greek
δειελίη — δειελίη, η (Α) το δειλινό, το βραδινό φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφαλμένη γραφή αντί τού δείελον (βλ. λ. δείελος)] … Dictionary of Greek
δειελινός — δειελινός, ή, όν (Α) ο δείελος, αυτός που γίνεται κατά το δειλινό. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητικό τ. τού δειλινός] … Dictionary of Greek